Ανακοίνωση Σ.Ε.Φ.Ε.Α.Α.
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΣΚΗΣΗΣ ΒΙΑΣ, ΩΣ ΚΑΝΟΝΑΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ
ΜΟΝΟ ΚΑΤ’ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΕΠΙΤΡΕΠΤΗ
Η ΑΣΚΗΣΗ ΝΟΜΙΜΗΣ ΒΙΑΣ
ΑΘΗΝΑ ΙΟΥΝΙΟΣ 2020
ΚΑΝΟΝΑΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ:
ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΣΚΗΣΗΣ ΒΙΑΣ
ΕΞΑΙΡΕΣΗ: Η ΕΠΙΤΡΕΠΤΗ ΑΣΚΗΣΗ ΝΟΜΙΜΗΣ ΒΙΑΣ
ΚΑΝΟΝΑΣ: Η άσκηση βίας δεν συνάδει με τις αρχές και τις αξίες του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η άσκηση βίας καταλύει κάθε έννοια δημοκρατίας και προσβάλλει βάναυσα την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια.
Ο ρόλος της Αστυνομίας, ως θεσμός της δημοκρατίας, εγγυάται την προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών.
Η Αστυνομία είναι η μοναδική κρατική υπηρεσία στην οποία απευθύνεται ο πολίτης για την προστασία της ζωής του, της περιουσίας του, των ατομικών/κοινωνικών δικαιωμάτων του και ελευθεριών, όπως αυτά κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους.
Ταυτόχρονα, όμως, η Αστυνομία είναι ο κρατικός εκείνος μηχανισμός, προληπτικός ή κατασταλτικός, για την εφαρμογή του νόμου και επιβολή της νομιμότητας, καθώς και την προστασία της έννομης τάξης, καθόσον η δημόσια ασφάλεια είναι το σημαντικότερο δημόσιο αγαθό της κοινωνίας.
Αναπόφευκτα, ειδικά η κατασταλτική δράση της Αστυνομίας πολλές φορές επισκιάζει τον κοινωνικό της ρόλο και επιδρά αρνητικά στις σχέσεις εμπιστοσύνης Αστυνομίας/Κράτους-πολίτη. [βλέπε ειδικότερα: Νόμιμη και παράνομη αστυνομική βία. Δρ. Ευάγγελος Στεργιούλης, Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, ε.α. Υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας, 22-12-2019.]
Εξαίρεση: Η ρητά προβλεπόμενη από το Σύνταγμα και τις νόμους του Κράτους νόμιμη άσκηση βίας.
Την ευθύνη για την αρνητική χροιά αυτής της λέξης την έχει κυρίως η πρόθεση με την οποία ασκείται η βία και κατά συνέπεια τα αποτελέσματα τα οποία επιφέρει.
Προσδιορισμός έννοιας «κρατική Ή ΘΕΣΜΙΚΗ βία»
Κατά το Ποινικό Δίκαιο, βία είναι η μεταβιβαζόμενη σε πρόσωπο ή πράγμα υλική δύναμη που τείνει στον εξαναγκασμό ενός προσώπου. Στόχος της βίας είναι, τελικά, η κάμψη της αντίστασης του εξαναγκαζόμενου, μιας αντίστασης που δεν είναι αναγκαίο να εκδηλωθεί στην πράξη, αλλά αρκεί και να αναμένεται. [Η βία που ασκείται πάνω σε άλλον χωρίς σκοπό εξαναγκασμού (π.χ. μόνο για να προκαλέσει πόνο) συνιστά βιαιοπραγία]
Παρατηρεί κανείς ότι για να καταφαθεί χρήση βίας, δεν είναι πάντα απαραίτητο να υποστεί το άτομο κάποια κακομεταχείριση που θα καταλήξει σε προσβολή της σωματικής του ακεραιότητας. Αρκεί να καμφθεί η βούλησή του, να περιοριστεί η ελευθερία του (άρθρο 330 ΠΚ).
Φυσικά, βία ασκείται και στις περιπτώσεις που η μεταβίβαση υλικής δύναμης σε κάποιο πρόσωπο έχει ως αυτοσκοπό την κακομεταχείριση. Σε αυτές τις περιπτώσεις μιλάμε για βιαιοπραγία, η οποία, ως έννοια γένους, περικλείει την έννοια της βίας, με την τελευταία να συνιστά ειδική μορφή της. [βλέπε ειδικότερα: Αστυνομική δράση: νόμιμη βία ή βία που γίνεται νόμος. Βασιλική Οικονόμου, 13-1-2020]
Αστυνομική βία-διακρίσεις:
Η αστυνομική δράση διακρίνεται σε προληπτική και κατασταλτική, με την πρώτη να περιλαμβάνει τις ενέργειες που αποσκοπούν στην αποτροπή αξιόποινων πράξεων και τη δεύτερη στη σύλληψη για ήδη τελεσθέν έγκλημα.
Η ίδια διάκριση ισχύει και για την αστυνομική βία. ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ-ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΗ
Η μεν προληπτική περιλαμβάνει τις προσαγωγές και τη σωματική έρευνα, η δε κατασταλτική, τη σύλληψη. Και στα δύο στάδια πρέπει, σαφώς να εξετάζεται και ο τρόπος διεξαγωγής των αστυνομικών ενεργειών, καθώς, μπορεί μια προσαγωγή που, κατά τα άλλα, πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις να χαρακτηριστεί ως παράνομη, αν τα εντεταλμένα όργανα κατά την πραγματοποίησή της χρησιμοποιήσουν υπέρμετρη βία. Όταν δεν υπερβαίνει το περιγραφόμενο στο εκάστοτε νομοθετικό πλαίσιο μέτρο, η αστυνομική βία είναι νόμιμη. Αντιθέτως, η ασκηθείσα σε προληπτικό ή κατασταλτικό επίπεδο υπέρμετρη βία είναι παράνομη και «ενεργοποιεί» τη δυνατότητα του προσβληθέντος ατόμου να αντισταθεί, χωρίς αυτή του η αντίσταση να πληροί τη νομοτυπική μορφή του άρθρου 167 §1 Π.Κ. (βία κατά υπαλλήλων). [βλέπε ειδικότερα: Αστυνομική δράση: νόμιμη βία ή βία που γίνεται νόμος. Βασιλική Οικονόμου, 13-1-2020]
Προληπτική αστυνομική δράση:
ΠΡΟΣΑΓΩΓΕΣ
Είναι γνωστή η -σχεδόν καθημερινή- πρακτική της εκ μέρους αστυνομικών οργάνων προσαγωγής στο αρμόδιο αστυνομικό κατάστημα προς διακρίβωση της ταυτότητας υπόπτων ατόμων και συλλογή στοιχείων προς διερεύνηση τυχόν τέλεσης ή προπαρασκευής εγκλήματος.
Η «αστυνομική» κράτηση, επιτρέπεται κατ΄ αρχήν. Διότι η σύλληψη χωρίς «δικαστικό ένταλμα» και η αναγκαστική προσαγωγή στο Αστυνομικό Κατάστημα με σκοπό την προσωρινή κράτηση δεν συνιστά στέρηση της ελευθερίας (=φυλάκιση), αλλά περιορισμό ακριβώς επειδή είναι πραγματική προσωρινή.
Η αστυνομική αυτή κράτηση αποτελεί είτε προληπτικό μέτρο που δικαιολογείται όταν συντρέχει κίνδυνος για τους τρίτους ή για τον ίδιο τον κρατούμενο, είτε και κατασταλτικό μέτρο που δικαιολογείται όταν αποβλέπει στην αποκάλυψη εγκληματικών ενεργειών. Με άλλες λέξεις, η αστυνομική κράτηση είναι ανεκτή ενόψει της ανάγκης να αποτραπεί ζημία.
Η «αστυνομική» κράτηση πρέπει να είναι αιτιολογημένη, με αναφορά στα πραγματικά γεγονότα που κάθε φορά την καθιστούν απαραίτητη για να ασκήσει η Αστυνομία την προληπτική ή την κατασταλτική αποστολή της, λ.χ. με σχετική αναγραφή στο Βιβλίο Συμβάντων της οικείας Αστυνομικής Υπηρεσίας. [βλέπε ειδικότερα: Προσαγωγές στα Αστυνομικά Τμήματα, τι ισχύει και πότε είναι νόμιμες. Νικόλαος Αθ. Μπλάνης, Αντιστράτηγος Αστυνομίας ε.α., Επίτιμος Προϊστάμενος Κλάδου Οργάνωσης και Ανθρώπινου Δυναμικού Α.Ε.Α/Υ.Δ.Τ., Πτυχιούχος Νομικής Σχολής Αθηνών, 30-10-2014]
Νομικό πλαίσιο-παρατηρήσεις: Νομική βάση για την πραγματοποίηση των προσαγωγών αποτελεί το άρθρο 74 § 15 περ. θ΄ του π.δ. 141/1991 «Αρμοδιότητες οργάνων και υπηρεσιακές ενέργειες του προσωπικού του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και θέματα οργάνωσης Υπηρεσιών» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 58).
Η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι στα αστυνομικά καθήκοντα συγκαταλέγεται η μεταφορά στο αστυνομικό τμήμα ατόμων που στερούνται «στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους» ή που δημιουργούν «υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας».
Άρθρο 74 Αστυνομικοί σκοποί. 15. Ο αστυνομικός σκοπός, ως προς την τήρηση της τάξης και ασφάλειας έχει τα ακόλουθα. κυρίως. καθήκοντα: θ. Οδηγεί στο αστυνομικό κατάστημα για εξέταση άτομα τα οποία στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή τα οποία, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περιστάσεων και της συμπεριφοράς του δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας. Τα προσαγόμενα στο αστυνομικό κατάστημα άτομα δέον όπως μη παραμένουν σ’ αυτό πέραν του χρόνου ο οποίος είναι απολύτως αναγκαίος για το σκοπό για τον οποίο προσήχθησαν. |
Παρατηρεί κανείς ότι, χρησιμοποιώντας τον όρο «υπόνοιες», ο νομοθέτης δίνει στον αστυνομικό ένα ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας, που του επιτρέπει να προβεί σε προσαγωγή, ακόμα κι αν δεν υπάρχει αντικειμενική ένδειξη ότι ο «ύποπτος» τέλεσε κάποια αξιόποινη πράξη. Καθίσταται, εν προκειμένω, σαφής ο κίνδυνος αστυνομικής αυθαιρεσίας. Την πραγμάτωση αυτού του κινδύνου αποσκοπεί να «προλάβει» η ρύθμιση του άρθρου 5§1 περ. γ΄ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.).
Η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι, προκειμένου μια προσαγωγή να είναι νόμιμη, χρειάζεται λογικά δεδομένα να δείχνουν ότι η προσαγωγή είναι το «αναγκαίο μέσο για να εμποδίσει τη διάπραξη αδικήματος ή την απόδραση του υπόπτου».Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) έχει δείξει, αναφορικά με τον τρόπο διεξαγωγής της προσαγωγής, ότι η χρήση βίας κατά τη διάρκεια της προσαγωγής μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη μόνο αν αποτελεί απόλυτη ανάγκη («absolute necessity»).
Πρακτικά, στη χρήση βίας νομιμοποιείται να προβεί ο αστυνομικός, όταν ηπιότερα μέσα επίτευξης της προσαγωγής (π.χ. προφορικές εντολές) έχουν αποτύχει. Βίαιες ενέργειες που υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο δεν μπορούν να δικαιολογηθούν στο πλαίσιο της προσαγωγής, ενώ, αν ενέχουν κίνδυνο για τη ζωή του ατόμου, προσβάλλουν το άρθρο 2 της Ε.Σ.Δ.Α. (δικαίωμα στη ζωή). Για την αποφυγή προσφυγής σε μη νόμιμη βία κατά τη διάρκεια μιας προσαγωγής, το Ε.Δ.Δ.Α. έχει τονίσει την ανάγκη ύπαρξης ενός σύγχρονου και σαφούς νομοθετικού πλαισίου, το οποίο θα πρέπει να εφαρμόζεται απαρέγκλιτα, ακόμα και στις «μη προσχεδιασμένες επιχειρήσεις της αστυνομίας» («spontaneous operations»). [βλέπε ειδικότερα: Αστυνομική δράση: νόμιμη βία ή βία που γίνεται νόμος. Βασιλική Οικονόμου, 13-1-2020]
Το ερμηνευτικό συμπέρασμα που απορρέει από τον Πρακτικό Οδηγό Επαφής Αστυνομικού-Πολίτη κατά την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων (Συνήγορος Πολίτη) και επιτάσσεται από την ασφάλεια δικαίου είναι να νοούνται ως «υπόνοιες» μόνο οι εξατομικευμένες αντικειμενικές ενδείξεις τέλεσης συγκεκριμένου αδικήματος, που πρέπει να συνδέονται με τη συμπεριφορά του ατόμου και να αποδεικνύονται από τους αστυνομικούς [βλέπε ειδικότερα: www.synigoros.gr/resources/toolip/doc/2011/01/19/astinomia-fylladio.pdf]
Το θέμα αντιμετωπίζεται ήδη και με την υπ’ αριθ. 7100/22/4-α΄ από 17-6-2005 εγκύκλιο διαταγή Αρχηγού Ελληνικής Αστυνομίας «Οι προσαγωγές ατόμων ως προληπτική και κατασταλτική ενέργεια στην άσκηση της αστυνομικής αρμοδιότητας», η οποία απέσπασε τα επαινετικά σχόλια του Συνηγόρου του Πολίτη.
ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ
Νομική βάση για τη διεξαγωγή προληπτικών σωματικών ερευνών αποτελεί το άρθρο 96§1 περ. β του π.δ. 141/1991. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, νόμιμες προϋποθέσεις για τη διενέργεια σωματικών ερευνών είναι η ύπαρξη «σοβαρής υπόνοιας για τέλεση αξιόποινης πράξης ή απόλυτη ανάγκη».
Άρθρο 95 Κατασταλτική ενέργεια. 1. Σε περίπτωση διάπραξης οποιουδήποτε εγκλήματος, η Ελληνική Αστυνομία οφείλει να επαναλαμβάνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για τη βεβαίωσή του, τη συλλογή των αποδείξεων και πειστηρίων, την αναζήτηση και σύλληψη του δράστη και την παράδοσή του στην αρμόδια δικαστική αρχή. Προς τούτο δύναται η Αστυνομία να προσκαλεί ή προσάγει για εξέταση στα Αστυνομικά καταστήματα τα άτομα, για τα οποία υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ότι ενέχονται στη διάπραξη του εγκλήματος.
Άρθρο 96 Αστυνομικές έρευνες. 1. Η Ελληνική Αστυνομία, στα πλαίσια της προληπτικής και κατασταλτικής της δραστηριότητας, κάνει έρευνες προσώπων (σωματικές) χώρων και αντικειμένων. 3. Οι έρευνες που γίνονται στα πλαίσια της προληπτικής της δραστηριότητας χωρίς να ενεργείται προανάκριση (αστυνομικές έρευνες), γίνονται με τις παρακάτω προϋποθέσεις. β. Σωματικές έρευνες, έρευνες σε μεταφορικά μέσα και μεταφερόμενα αντικείμενα και έρευνες σε ιδιωτικούς χώρους μη προσιτούς στο κοινό που δεν υπάγονται στην έννοια της κατοικίας, γίνονται όταν υπάρχει σοβαρή υπόνοια τελέσεως αξιοποίνου πράξεως ή απόλυτη ανάγκη. δ. Οι έρευνες των περιπτώσεων α έως και γ γίνονται από βαθμοφόρο της Ελληνικής Αστυνομίας, ενώπιον δύο μαρτύρων, αν υπάρχουν. Κατ’ εξαίρεση η έρευνα μπορεί να γίνει από αστυφύλακα, όταν δεν είναι παρών βαθμοφόρος και δεν μπορεί να αναληφθεί μέχρι τη άφιξή του χωρίς κίνδυνο ματαίωσής της. ε. Σωματική έρευνα σε γυναίκα γίνεται από γυναίκα αστυνομικό και αν δεν υπάρχει, από άλλη γυναίκα της εκλογής του αστυνομικού. 4. Κατά τις έρευνες οι αστυνομικοί πρέπει να φροντίζουν να μη θίγεται η προσωπικότητα ούτε να ενοχλείται αδικαιολόγητα το πρόσωπο που υποβάλλεται σε σωματική έρευνα ή ο ιδιοκτήτης του χώρου ή αντικειμένου που ερευνάται, στο μέτρο που αυτό είναι δυνατό. |
Η φράση «απόλυτη ανάγκη» συνδέεται με την αρχή της αναλογικότητας που πρέπει να πληροί η αστυνομική δράση. Η αρχή αυτή υπαγορεύει εν προκειμένω, η σωματική έρευνα να αποτελεί το πλέον πρόσφορο μέσο, ώστε να επιτευχθεί ο κρατικός σκοπός, δηλαδή η πρόληψη της εγκληματικής δράσης.
Πρόβλημα αποτελεί η επανάληψη της αόριστης έννοιας «υπόνοια», η οποία φέρνει ξανά στο προσκήνιο ένα στοιχείο αμιγώς υποκειμενικό και αφήνει στον επιληφθέντα αστυνομικό περιθώρια να δράσει με κριτήριο προσωπικές του εκτιμήσεις. [βλέπε ειδικότερα: Αστυνομική δράση: νόμιμη βία ή βία που γίνεται νόμος. Βασιλική Οικονόμου, 13-1-2020]
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ
Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 39 [Δικονομικό πλαίσιο άσκησης της δικηγορίας] του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» (ΦΕΚ Α΄ 208):
«1. Απαγόρευση έρευνας και κατάσχεσης. Απαγορεύεται η διεξαγωγή έρευνας για την αναζήτηση εγγράφων ή άλλων στοιχείων ή των ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης αυτών, καθώς και η κατάσχεση αυτών, για όσο χρόνο βρίσκονται στην κατοχή του δικηγόρου για υπόθεση που αυτός χειρίζεται.».
Κατασταλτική αστυνομική δράση:
Νομικό πλαίσιο-παρατηρήσεις:
Όπως προαναφέρθηκε, η κατασταλτική αστυνομική δράση περιλαμβάνει τη σύλληψη για ήδη τελεσθείσα αξιόποινη πράξη. Το άρθρο 5§3 του Συντάγματος αναφέρει πως «κανένας δεν συλλαμβάνεται […] παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος». Τα νομοθετικά κείμενα που μας ενδιαφέρουν είναι εν προκειμένω ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Κ.Π.Δ.) και το π.δ. 141/1991.
Αρχικά, το άρθρο 275 Κ.Π.Δ. [ν. 4620/2019] ορίζει ότι: «προκειμένου για αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα […] κάθε αστυνομικό όργανο, έχει υποχρέωση, να συλλάβει τον δράστη». Στο άρθρο 119 του π.δ. 141/1991 περιγράφονται τα στάδια διεξαγωγής της σύλληψης, ενώ με το επόμενο άρθρο επιχειρείται μια περιγραφή της ενδεδειγμένης συμπεριφοράς του αστυνομικού. Αυτή πρέπει να χαρακτηρίζεται από «σύνεση και σταθερότητα» και να μην οδηγεί σε πράξεις ικανές «να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του συλληφθέντος».
Αναφορικά με τη δυνατότητα του αστυνομικού να χρησιμοποιήσει βία, ώστε να επιτευχθεί η σύλληψη, η παράγραφος 2 του άρθρου 120 ορίζει ότι η χρήση βίας («δέσμευση») είναι αναγκαία μόνο όταν ο συλληφθείς «αντιδρά βίαια ή είναι ύποπτος φυγής». Επομένως, για να είναι μια σύλληψη νόμιμη, πρέπει να βασίζεται στην αποδεδειγμένη τέλεση μιας αξιόποινης πράξης. [βλέπε ειδικότερα: Αστυνομική δράση: νόμιμη βία ή βία που γίνεται νόμος. Βασιλική Οικονόμου, 13-1-2020]
Άρθρο 119 Κανόνες που πρέπει να τηρούνται κατά τη σύλληψη. Κατά τη σύλληψη πρέπει να τηρούνται πιστά οι επόμενοι κανόνες: γ. Αμέσως μετά τη σύλληψη γίνεται σωματική έρευνα για την ανεύρεση και κατάσχεση όπλων ή άλλων αντικειμένων που μπορούν να διευκολύνουν την απόδραση ή πειστηρίων αδικήματος, τα οποία ενδέχεται να εξαφανίσει ο συλληφθείς. δ. Όταν υπάρχει υπόνοια φυγής, ένεκα της προηγούμενης διαγωγής ή της συμπεριφοράς που δείχνει το πρόσωπο που συλλαμβάνεται, δεσμεύεται με χειροπέδες, για την πρόληψη απόδρασης.
Άρθρο 120 Υποχρεώσεις και συμπεριφορά των αστυνομικών κατά τη σύλληψη. 1. Οι αστυνομικοί κατά τη σύλληψη, πρέπει να ενεργούν με σύνεση και σταθερότητα, να τηρούν, άψογη συμπεριφορά και να αποφεύγουν κάθε ενέργεια που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του συλληφθέντος και γενικά να προσβάλλει την αξιοπρέπειά του. 2. Οφείλουν να συμπεριφέρονται στο συλληφθέντα με προσήνεια, να μη μεταχειρίζονται εναντίον του, χωρίς ανάγκη, βία και να τον δεσμεύουν μόνο όταν αντιδρά βίαια ή είναι ύποπτος φυγής. |
ΣΥΛΛΗΨΗ-ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ=
ΕΠΙΤΡΕΠΤΗ ΧΡΗΣΗ ΑΝΑΓΚΑΙΑΣ ΒΙΑΣ
Ταυτόχρονα, η χρήση βίας από τον αστυνομικό κατά τη διάρκεια της σύλληψης είναι επιτρεπτή στην περίπτωση που το άτομο αντιστέκεται σ’ αυτήν. Εξάλλου, όταν ο συλληφθείς αντιδρά στη νόμιμη σύλληψη, η συμπεριφορά του πληροί την νομοτυπική μορφή του άρθρου 167§1 Π.Κ. [ν. 4619/2019] («Όποιος με βία ή απειλή βίας επιχειρεί να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο να ενεργήσει πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή να παραλείψει νόμιμη πράξη, καθώς και όποιος βιαιοπραγεί εναντίον του ή κατά προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για να τον υποστηρίξει κατά τη διάρκεια της νόμιμης ενέργειάς του (αντίσταση), τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή»).
Επομένως, το άτομο που βιαιοπραγεί εναντίον του αστυνομικού, για να αποφύγει τη σύλληψη τελεί μια αρχικά άδικη πράξη, εναντίον της οποίας χωρεί άμυνα του αστυνομικού, υπό τους όρους του άρθρου 22 Π.Κ.
Ωστόσο, η εν λόγω άμυνα δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο. Αυτό σημαίνει πως η ασκηθείσα από τον αστυνομικό βία, προκειμένου να επιτευχθεί η σύλληψη, πρέπει να σταματά όταν η αντίσταση του συλληφθέντος έχει καμφθεί, και να μην προχωρά σε απρόκλητες βλάβες εναντίον του. Η αστυνομική βία που υπερβαίνει αυτό το μέτρο συνιστά άδικη πράξη εναντίον του συλληφθέντος και τιμωρείται, ανάλογα με τη βαρύτητά της, βάσει των διατάξεων για τα εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας/βλάβης της ζωής. Αν, μάλιστα, η ασκηθείσα βία έχει ως στόχο την πρόκληση οδύνης «μεγαλύτερης της αναμενόμενης στο πλαίσιο της ποινικής τιμώρησης που συνδέεται με στερητική της ελευθερίας ποινή», το Ε.Δ.Δ.Α. δέχεται ότι ο αστυνομικός πρέπει να κατηγορηθεί για εξευτελιστική, απάνθρωπη μεταχείριση, βάσει του άρθρου 3 της Ε.Σ.Δ.Α., που απαγορεύει τα βασανιστήρια. [βλέπε ειδικότερα: Αστυνομική δράση: νόμιμη βία ή βία που γίνεται νόμος. Βασιλική Οικονόμου, 13-1-2020]
Π.Δ. 538/1989 Υποχρεώσεις και δικαιώματα του αστυνομικού προσωπικού του Υ.Δ.Τ. (Φ.Ε.Κ. Α΄ 224) Άρθρο 2 Κανόνες υπηρεσιακής συμπεριφοράς. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους οι αστυνομικοί: 4. Συμπεριφέρονται με λεπτότητα, σεμνότητα και ευγένεια, επιδεικνύοντας πνεύμα μετριοπάθειας και επιείκειας. |
Π.Δ. 254/2004 «Κώδικας δεοντολογίας του αστυνομικού» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 238) Άρθρο 1 Γενικές υποχρεώσεις Ο αστυνομικός: β. Υποχρεούται να σέβεται την αξία του ανθρώπου και να μεριμνά για την προστασία των δικαιωμάτων του ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου. δ. Ενεργεί κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του, με βάση τις αρχές της νομιμότητας, της αναλογικότητας, της επιείκειας, της χρηστής διοίκησης, της ίσης μεταχείρισης και του σεβασμού της διαφορετικότητας των ατόμων.
Άρθρο 2 Συμπεριφορά κατά την αστυνομική δράση. Ο αστυνομικός: δ. Σέβεται το δικαίωμα στη ζωή και την προσωπική ασφάλεια κάθε ατόμου. Δεν επιφέρει, δεν προκαλεί και δεν ανέχεται πράξεις βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας και αναφέρει αρμοδίως κάθε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. ε. Για την τήρηση και εφαρμογή του Νόμου χρησιμοποιεί κατ΄ αρχήν μη βίαια μέσα. Η προσφυγή στη βία επιτρέπεται μόνον όταν είναι απολύτως αναγκαία και στο μέτρο που προβλέπεται και απαιτείται για την εφαρμογή του νόμου. Τηρεί πάντοτε με απόλυτο σεβασμό τις αρχές της αναγκαιότητας, της προσφορότητας (καταλληλότητας) και της αναλογικότητας. Χρησιμοποιεί τα κατά το δυνατόν, ηπιότερα μέσα, αποφεύγοντας κάθε περιττή ενόχληση, σκληρότητα ή αδικαιολόγητη φθορά ιδιοκτησίας. Δεν προβαίνει σε καταχρηστική χρήση των χημικών και των άλλων διαθέσιμων μέσων και ιδιαίτερα εκείνων που ενδέχεται να προκαλέσουν βλάβη στην υγεία των πολιτών. Χρησιμοποιεί τα πυροβόλα όπλα μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόμο και αναφέρει αμέσως το συμβάν.
Άρθρο 3 Συμπεριφορά κατά τη σύλληψη και κράτηση πολιτών. Ο αστυνομικός : α. Ενεργεί σύλληψη ατόμου όταν αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις του Συντάγματος και του νόμου. Κατά τη σύλληψη ενεργεί με σύνεση και σταθερότητα, τηρεί άψογη συμπεριφορά και αποφεύγει κάθε πράξη που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του συλληφθέντος και γενικά να προσβάλει την αξιοπρέπειά του. Χρησιμοποιεί την απολύτως αναγκαία βία και δεσμεύει τον συλληφθέντα μόνον όταν αντιδρά βίαια ή είναι ύποπτος φυγής. θ. Αποτρέπει και καταγγέλλει άμεσα, κάθε πράξη που συνιστά βασανιστήριο ή άλλη μορφή απάνθρωπης, σκληρής ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, οποιαδήποτε μορφή βίας ή απειλή βίας, καθώς και κάθε δυσμενή ή διακριτική μεταχείριση σε βάρος κρατουμένου. |
Παρατηρεί κανείς ότι στο πεδίο της κατασταλτικής αστυνομικής δράσης, το νομοθετικό πλαίσιο είναι σαφές και συγκεκριμένο, χωρίς να αφήνει περιθώρια δράσης ανάλογα με προσωπικές εκτιμήσεις. Επομένως, η αστυνομική αυθαιρεσία σ’ αυτόν τον τομέα είναι αποτέλεσμα λαθών στην εφαρμογή του νόμου και όχι σε ελλείψεις του κειμένου αυτού καθεαυτού.
ΔΙΠΛΩΜΑΤΕΣ
Άρθρο 109 Π.Δ. 141/1991
Πρόσωπα των οποίων δεν επιτρέπεται η σύλληψη.
1. Δεν υπόκεινται στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και κατά συνέπεια δεν συλλαμβάνονται: α. Οι Αρχηγοί των ξένων Κρατών. β. Οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι αυτών, οι διαπιστευμένοι στην Ελλάδα.. Ως διπλωματικοί αντιπρόσωποι νοούνται οι πρεσβευτές, οι έκτακτοι απεσταλμένοι, οι πληρεξούσιοι Υπουργοί, οι πρόσεδροι Υπουργοί και οι εντεταλμένοι των διεθνώς αναγνωρισμένων Κρατών. Το προσωπικό του Προξενείου δεν θεωρείται διπλωματικό, εκτός αν είναι επιφορτισμένο με διπλωματική αποστολή. γ. Το προσωπικό της διπλωματικής αντιπροσωπείας ξένου Κράτους το διαπιστευμένο στην Ελλάδα. Ως προσωπικό διπλωματικής αντιπροσωπείας θεωρούνται οι στρατιωτικοί και οι τεχνικοί ακόλουθοι και το διοικητικό προσωπικό (γραμματείς, αρχειοφύλακες, ιερείς κλπ.) ως και τα μέλη του διοικητικού και τεχνικού προσωπικού διπλωματικής αποστολής. δ. Τα μέλη της οικογενείας των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α και β που κατοικούν μαζί τους. ε. Το υπηρετικό προσωπικό των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α και β όταν είναι της ίδιας υπηκοότητας. στ. Όλα τα άλλα πρόσωπα που απολαμβάνουν του προνομίου της ετεροδικίας λόγω των συμβάσεων με τα άλλα Κράτη ή των γενικά παραδεκτών διεθνών εθίμων.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ – ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΩΝ
Ερμηνεύοντας δυναμικά το άρθρο 3 της Ε.Σ.Δ.Α., σύμφωνα με το οποίο «Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθή εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς», το Δικαστήριο έκρινε την εν λόγω απαγόρευση ως απόλυτη, διακηρύσσοντας ότι δεν προβλέπεται καμία παρέκκλιση από αυτήν ακόμα και στις πιο οριακές περιπτώσεις όπως ο αγώνας κατά της τρομοκρατίας και το οργανωμένο έγκλημα.
Προβαίνοντας σε ανάλυση της διάταξης του άρθρου 3 της Ε.Σ.Δ.Α., το Δικαστήριο προέβη στην ερμηνεία της καθιέρωσης στα κράτη διπλής υποχρέωσης, ουσιαστικής και διαδικαστικής. Ως προς το πρώτο σκέλος, η ουσιαστική υποχρέωση συνίσταται αφενός σε μια αρνητική όψη, δηλαδή την υποχρέωση των εθνικών αρχών να μην διαπράττουν συμπεριφορές κακομεταχείρισης εναντίον των ατόμων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία τους, αφετέρου δε σε μία θετική όψη, δηλαδή στην κρατική υποχρέωση προστασίας της ακεραιότητας των ευάλωτων προσώπων που τελούν υπό καθεστώς στέρησης της ελευθερίας τους και στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την αποτροπή της διάπραξης συμπεριφορών που συνιστούν κακομεταχείριση από πρόσωπα του κρατικού μηχανισμού ή και από τρίτους. Ως προς το δεύτερο σκέλος, τα κράτη βαρύνονται με τη διαδικαστική υποχρέωση να διερευνούν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η ουσιαστική παραβίαση του άρθρου 3. [βλέπε ειδικότερα: Κρατική Βία και Κατάχρηση Εξουσίας -Στέργιος Αϊδινλής – Αχιλλέας Ντόγκαρης – Ειρήνη Τσιρονίκου Μεταπτυχιακοί Φοιτητές στον Τομέα των Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης]
Η άμυνα δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο. Αυτό σημαίνει πως η ασκηθείσα από τον αστυνομικό βία, προκειμένου να επιτευχθεί η σύλληψη, πρέπει να σταματά όταν η αντίσταση του συλληφθέντος έχει καμφθεί, και να μην προχωρά σε απρόκλητες βλάβες εναντίον του. Η αστυνομική βία που υπερβαίνει αυτό το μέτρο συνιστά άδικη πράξη εναντίον του συλληφθέντος και τιμωρείται, ανάλογα με τη βαρύτητά της, βάσει των διατάξεων για τα εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας/βλάβης της ζωής. Αν, μάλιστα, η ασκηθείσα βία έχει ως στόχο την πρόκληση οδύνης «μεγαλύτερης της αναμενόμενης στο πλαίσιο της ποινικής τιμώρησης που συνδέεται με στερητική της ελευθερίας ποινή», το Ε.Δ.Δ.Α. δέχεται ότι ο αστυνομικός πρέπει να κατηγορηθεί για εξευτελιστική, απάνθρωπη μεταχείριση, βάσει του άρθρου 3 της Ε.Σ.Δ.Α., που απαγορεύει τα βασανιστήρια. [βλέπε ειδικότερα: Αστυνομική δράση: νόμιμη βία ή βία που γίνεται νόμος. Βασιλική Οικονόμου, 13-1-2020]
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΕΡΙ ΟΠΛΩΝ
ν. 2168/1993
«ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΟΠΛΑ, ΠΥΡΟΜΑΧΙΚΑ, ΕΚΡΗΚΤΙΚΕΣ ΥΛΕΣ, ΕΚΡΗΚΤΙΚΟΥΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 147 )
Άρθρο 1 : Έννοια όρων – Έκταση εφαρμογής
1. Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου:
«α. Όπλο είναι κάθε μηχάνημα, το οποίο εκ κατασκευής, μετατροπής ή τροποποίησης, με ωστική δύναμη που παράγεται με οποιονδήποτε τρόπο, εκτοξεύει βλήμα, βλαπτικέςχημικές ή άλλες ουσίες, ακτίνες ή φλόγες ή αέρια και μπορεί να επιφέρει κάκωση ή βλάβη της υγείας σε πρόσωπα ή βλάβη σε πράγματα ή να προκαλέσει πυρκαγιά, όπως και κάθε συσκευή, που μπορεί να προκαλέσει με οποιονδήποτε τρόπο τα ανωτέρω αποτελέσματα. Στην έννοια του όπλου περιλαμβάνεται οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο και ιδίως πολεμικά τυφέκια, πολυβόλα, υποπολυβόλα, πιστόλια, περίστροφα, όπλα κρότου – αερίων, βαρέα όπλα, όπλα πυροβολικού και όπλα ευθυτενούς ή καμπύλης τροχιάς, καθώς επίσης χειροβομβίδες και νάρκες κάθε τύπου.» (όπως η περ. α΄ αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3944/2011 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 67)]
Επίσης δίδονται οι ορισμοί για τα Κυνηγετικά όπλα, Πυρομαχικά, Εκρηκτικές ύλες κλπ
2. Όπλα θεωρούνται επίσης τα αντικείμενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άμυνα και ιδιαίτερα:
α. Μηχανισμοί και κάθε μέσο εκτόξευσης χημικών ουσιών (SPRAY) ή εκκένωσης ηλεκτρικής ενέργειας.
β. Μαχαίρια κάθε είδους, εκτός εκείνων που η κατοχή τους δικαιολογείται για οικιακή ή επαγγελματική ή εκπαιδευτική χρήση, τέχνη, θήρα, αλιεία ή άλλη συναφή χρήση.
γ. Μεταλλικές γροθιές, ρόπαλα μεταλλικά ή μη, και ρόπαλα συνδεδεμένα με αλυσίδα ή σχοινί (νουτσάκο).
δ. Σπάθες, λόγχες, ξίφη, ξιφίδια, ξιφολόγχες, στιλέτα, τόξα, βαλλιστρίδες (ARBALETE) και αστυνομικές ράβδοι.
ε. Αντικείμενα ή μέσα που χρησιμοποιούνται για εκτόξευση ουσιών που αναφλέγονται αυτόματα ή περιέχουν αναισθησιογόνες ή ερεθιστικές χημικές ουσίες και προορίζονται για επίθεση και άμυνα.
στ. Τυφέκια αλιείς (ψαροντούφεκα), που εκτοξεύουν αιχμηρό μεταλλικό αντικείμενο (καμάκι).
ΑΣΦΑΛΗ ΦΥΛΑΞΗ ΓΙΑ ΑΠΟΤΡΟΠΗ
ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ, ΑΠΩΛΕΙΑΣ Η ΚΛΟΠΗΣ
Υπ’ αριθ. 8517/4/7-μβ΄ από 17-2-2004 απόφαση
Υπουργού Δημόσιας Τάξης «Οπλισμός αστυνομικών»
Άρθρο 5 Φύλαξη οπλισμού – μέτρα ασφαλείας.
Ο αστυνομικός υποχρεούται :
α) Να παραλαμβάνει και να παραδίδει τον οπλισμό και τα φυσίγγια σε καλή κατάσταση.
β) Να καταβάλλει ιδιαίτερη προσοχή για την ασφαλή φύλαξη του οπλισμού του και την αποφυγή χρήσης τούτου από κάθε άλλο πρόσωπο. Για το σκοπό αυτό οφείλει να λαμβάνει και κάθε πρόσθετο μέτρο ασφαλούς φύλαξης, που οι ιδιαίτερες συνθήκες και οι περιστάσεις επιβάλλουν και ιδίως, δεν μεταφέρει τον οπλισμό του μέσα σε βαλίτσες, χαρτοφύλακες ή τα θυλάκια ενδυμάτων, δεν τον εγκαταλείπει μέσα σε ιδιωτικά ή υπηρεσιακά οχήματα ή μέσα σε ανασφάλιστα συρτάρια ή κιβώτια ή ντουλάπες ή φοριαμούς ή κάτω από κλινοσκεπάσματα ή μέσα σε θαλάμους.
Άρθρο 7 παρ. 1 Μέτρα ασφαλείας για την πρόληψη ατυχημάτων κατά
το χειρισμό των όπλων.
1. Για την πρόληψη ατυχημάτων κατά το χειρισμό των όπλων τηρούνται τα παρακάτω μέτρα από τους αστυνομικούς :
α) Τα όπλα τοποθετούνται, εκτός από τα πιστόλια και περίστροφα σε οπλοβαστούς, που έχουν αριθμημένες θέσεις και φυλάσσονται σε ειδικούς χώρους που πληρούν τους απαραίτητους όρους ασφαλείας.
Τα όπλα τηρούνται πάντοτε κενά στα οικήματα των Υπηρεσιών. Κενά επίσης παραμένουν τα όπλα όταν αυτά φυλάσσονται στην κατοικία του κάθε αστυνομικού.
β) Η γέμιση και η απογέμιση των όπλων, κατά την έναρξη και λήξη κάθε υπηρεσίας, γίνεται με απόλυτη προσοχή σε ειδικό χώρο που παρέχει ασφάλεια και στον οποίο αναρτάται σχετική επιγραφή, αν τούτο κρίνεται αναγκαίο.
γ) Στη γέμιση και απογέμιση των όπλων λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας κατά περίπτωση, για την αποφυγή ατυχημάτων.
δ) Απαγορεύεται ο αστυνομικός να εξάγει χωρίς λόγο το πιστόλι ή περίστροφο από τη θήκη ή να το αφήνει εκτεθειμένο, με κίνδυνο να περιέλθει στα χέρια άλλων ατόμων.
ε) Φροντίζει, πάντοτε, ώστε η θαλάμη του όπλου του να είναι κενή φυσιγγίων, εκτός εάν οι περιστάσεις επιβάλλουν το αντίθετο ή βρίσκεται σε επιχειρησιακή κατάσταση ή έχει δοθεί διαφορετική εντολή.
στ) Η καθαριότητα και η συντήρηση των όπλων γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές οδηγίες ασφαλείας που δίδονται κάθε φορά.
ζ) Επιδεικνύει σοβαρό ενδιαφέρον για τη συντήρηση και την καλή κατάσταση του όπλου του.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΣΤΟ
ΧΕΙΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ
1. Αντιμετωπίζω κάθε πυροβόλο όπλο ως γεμάτο (τα άδεια όπλα …….. σκοτώνουν).
2. Η κάνη του όπλου δεν πρέπει να διαγράφει ο,τιδήποτε ΔΕΝ θέλω ή ΔΕΝ πρέπει να πλήξω/καταστρέψω (εφαρμογή στην πράξη από τους αστυνομικούς του muzzle awareness)
3. Δεν τοποθετώ το δάκτυλο στη σκανδάλη, εάν δεν έχω αποφασίσει συνειδητά να κάνω χρήση πυροβόλου όπλου.
4. Βεβαιώνομαι για ασφαλή τερματισμό βολίδας.
ν. 3169/2003
«Οπλοφορία, χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς, εκπαίδευσή τους σε αυτά και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 189)
Άρθρο 1 περ. δ΄ και ε΄ ν. 3169/2003
Έννοια όρων
ΧΡΗΣΗ ΠΥΡΟΒΟΛΟΥ ΟΠΛΟΥ – ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ
Χρήση πυροβόλου όπλου είναι η κατά τον προορισμό του ενεργοποίηση του όπλου και η εκτόξευση βλήματος (πυροβολισμός). Ο πυροβολισμός, ανάλογα με το στόχο της βολής, κλιμακώνεται σε :
(1) εκφοβιστικό, όταν δεν στοχεύεται η πλήξη οποιουδήποτε στόχου,
(2) κατά πραγμάτων, όταν στοχεύεται η πλήξη πραγμάτων,
(3) ακινητοποίησης, όταν στοχεύεται η πλήξη μη ζωτικών σημείων του σώματος ανθρώπου και ιδίως των κάτω άκρων αυτού και
(4) εξουδετέρωσης, όταν στοχεύεται η πλήξη ανθρώπου που πιθανολογείται ακόμη και ο θάνατός του.
ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΕΝΝΟΜΑ ΑΓΑΘΑ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΥ
Η κλιμάκωση του είδους του πυροβολισμού και τα εκάστοτε προσβαλλόμενα έννομα αγαθά, είναι:
Εκφοβιστικός πυροβολισμός, όπου προσβάλλεται με βλάβη η προσωπική ελευθερία [δηλαδή προσβάλει με βλάβη την προσωπική ελευθερία επηρεάζοντας το σχηματισμό βούλησης ή με διακινδύνευση, εάν τελικά δεν συμμορφώθηκε].
Πυροβολισμός κατά πραγμάτων, όπου προσβάλλεται με βλάβη η ιδιοκτησία και, κατά περίπτωση και η προσωπική ελευθερία.
Πυροβολισμός ακινητοποίησης, όπου προσβάλλεται με βλάβη η προσωπική ελευθερία και η υγεία.
Πυροβολισμός εξουδετέρωσης, όπου προσβάλλεται η προσωπική ελευθερία και η υγεία με βλάβη και η ανθρώπινη ζωή με διακινδύνευση ή βλάβη. [βλέπε ειδικότερα: «Οπλοφορία και χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς». Ερμηνεία του ν. 3169/2003. Γιάννης ΜΠΕΚΑΣ. Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ. Αθήνα 2003, σελ. 95»]
Κριτήριο ένταξης ενός πυροβολισμού σε μία από τι παραπάνω κατηγορίες είναι ο στόχος της βολής (στόχευση=η ευθυγράμμιση του όπλου με το προς πλήξη αντικείμενο), όχι κατ’ υποκειμενική βούληση (ο σκοπός του αστυνομικού) αλλά η αντικειμενική στόχευση, δηλαδή προς τι βάλει τελικά το όπλο και προς τα που απευθύνεται αντικειμενικά η βολή [βλέπε ειδικότερα: «Οπλοφορία και χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς». Ερμηνεία του ν. 3169/2003. Γιάννης ΜΠΕΚΑΣ. Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ. Αθήνα 2003, σελ. 95-96»]
ΕΝΟΠΛΗ ΕΠΙΘΕΣΗ
Ένοπλη επίθεση υπάρχει όταν ο επιτιθέμενος χρησιμοποιεί όπλο του άρθρου 1 του ν. 2168/1993 εναντίον προσώπου ή απειλεί άλλον με άμεση χρήση του. Ως ένοπλη επίθεση θεωρείται και η απειλή με πειστική απομίμηση όπλου ή με ανενεργό όπλο. [άρθρο 1 (Έννοια όρων) περ. ε΄ ν. 3169/2003 «Οπλοφορία, χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς, εκπαίδευσή τους σε αυτά και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 189)]\
Ένοπλη δηλαδή επίθεση υπάρχει όχι μόνο όταν χρησιμοποιούνται τα όπλα της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2166/1993, αλλά και της παρ. 2 του εν λόγω άρθρου, ήτοι τα αντικείμενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άμυνα.
Ένοπλος δράστης είναι εκείνος που φέρει όπλο του άρθρου 1 του ν. 2168/1993.
Προσοχή στη διαφοροποίηση του όρου από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 5 περ. δ’ και ε΄ ν. 3169/2003. Στη μεν πρώτη, αφορά μόνο τα όπλα της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2169/1993 στη δε δεύτερη τόσο την παρ. 1 όσο και την παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2168/1993 βλέπε ειδικότερα:
Άμυνα, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 22 Π.Κ., είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους. Προϋποθέσεις της άμυνας Στην κατάσταση της άμυνας (νόμιμη άμυνα), θα πρέπει να υπάρχει επίθεση, η οποία να είναι άδικη και παρούσα, καθώς και η αμυντική πράξη. Ειδικότερα, επίθεση συνιστά κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά που προσβάλει με πράξη ή διακύβευση κάποιο έννομο αγαθό. Άδικη, είναι η επίθεση που δεν δικαιολογείται με κάποιο τρόπο η άρση του αδίκου, ενώ παρούσα είναι η επίθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη ή διεκόπη με πρόθεση να ξαναρχίσει ή τέλος, επίκειται άμεσα η έναρξή της. Επίσης, η αμυντική πράξη συνίσταται στην ‘’αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου”, δηλαδή σε κάθε ενέργεια ή παράλειψη η οποία οδηγεί στην απόκρουση μιας παρούσης και άδικης επίθεσης, προσβάλλοντας αγαθό του επιτιθέμενου στο αναγκαίο μέτρο. [βλέπε ειδικότερα: https://www.athanasopouloslaw.gr/egklima-se-katastasi-aminas-nomimi-amina/] |
Άρθρο 3 ν. 3169/2003
Χρήση πυροβόλου όπλου και αρχές που τη διέπουν
ΠΡΟΤΑΞΗ ΠΥΡΟΒΟΛΟΥ ΟΠΛΟΥ
Προϋποθέσεις επιτρεπτού:
1) Πρόταξη κατά την εκτέλεση υπηρεσίας και
2) η ύπαρξη συγκεκριμένου κίνδυνου ένοπλης επίθεσης σε βάρος αυτού ή τρίτου και ΟΧΙ απλή υποψία ή δυνατότητα κινδύνου μόνο: προσβολής της ζωής, της υγείας ή προσωπικής ελευθερίας (κατά προσώπου=προσωπικά και όχι περιουσιακά έννομα αγαθά).
1. Ο αστυνομικός επιτρέπεται κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του να προτάσσει το πυροβόλο όπλο, εφόσον συντρέχει κίνδυνος ένοπλης επίθεσης σε βάρος αυτού ή τρίτου. βλέπε ειδικότερα:
[βλέπε ειδικότερα: «Οπλοφορία και χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς». Ερμηνεία του ν. 3169/2003. Γιάννης ΜΠΕΚΑΣ. Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ. Αθήνα 2003, σελ. 77-79»] 1. α) (1) Πρόταξη όπλου υπάρχει, όταν ο αστυνομικός το έχει βγάλει από το θήκη φύλαξής του και το έχει στρέψει προς άνθρωπο. (2) Προϋπόθεση επιτρεπτού: κατά την εκτέλεση υπηρεσίας να υπάρξει συγκεκριμένος κίνδυνος ένοπλης επίθεσης σε βάρος αυτού ή τρίτου και ΟΧΙ απλή υποψία ή δυνατότητα κινδύνου μόνο: προσβολής της ζωής, της υγείας ή προσωπικής ελευθερίας (κατά προσώπου=προσωπικά και όχι περιουσιακά έννομα αγαθά). (3) Ένοπλη επίθεση υπάρχει όταν ο ύποπτος ή επιτιθέμενος χρησιμοποιεί (1) τόσο πυροβόλο όπλο (άρθρο 1 παρ. 1 περ. α΄ ν 2168/1993) (2) όσο και τα όπλα της παρ. 2 του ν. 2168/1993 (Όπλα θεωρούνται επίσης τα αντικείμενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άμυνα) και (3) Πειστική απομίμηση ή ανενεργό όπλο. β) Πρέπει να στρέφεται κατά ανθρώπου και να εξαγγέλλεται με την κίνηση αυτή (αρκεί απειλητική κίνηση και χωρίς ρητή έκφραση απειλής με φράση ή νόημα) η απειλή πυροβολισμού εναντίον του, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις υποδείξεις του αστυνομικού. γ) Πρόταξη υπάρχει και σε περίπτωση σκοπού τρομοκράτησης χωρίς υποδείξεις συμμόρφωσης ή όταν ο αστυνομικός νομίζει/φαντάζεται ότι ο ελεγχόμενος οπλοφορεί, δηλαδή απαιτείται πράγματι να οπλοφορεί, με αντικειμενικές ενδείξεις χρήσης του όπλου. δ) Πρόταξη δεν υπάρχει: (1) Σε είσοδο σε άγνωστο χώρο, με το όπλο στο χέρι, (2) όταν κρατά το όπλο στο χέρι χωρίς να σημαδεύει ή να το στρέφει προς κάποιον (3) όταν το όπλο στρέφεται κατά πράγματος, εκτός εάν μέσα υπάρχει άνθρωπος (π.χ. αυτ/το) (4) Σε περίπτωση τυχαίας πρόταξης χωρίς θέληση απειλής 2. Συνιστά και μέτρο αυτοπροστασίας (ΜΠΕΚΑΣ: επειδή αποτρέπει την αντίδραση του υπόπτου). 3. Ενέχει κινδύνους αθέλητης ενεργοποίησης (οπότε εφαρμογή 3ου κανόνα ασφαλείας: Μη τοποθέτηση δακτύλου στη σκανδάλη, εάν δεν έχω αποφασίσει συνειδητά να κάνω χρήση πυροβόλου όπλου). |
ΧΡΗΣΗ ΠΥΡΟΒΟΛΟΥ ΟΠΛΟΥ
[άρθρο 1 παρ. 1 περ. δ΄ ν. 3169/2003: Χρήση πυροβόλου όπλου είναι η κατά τον προορισμό του ενεργοποίηση του όπλου και η εκτόξευση βλήματος (πυροβολισμός)]
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΧΡΗΣΗΣ ΠΥΡΟΒΟΛΩΝ ΟΠΛΩΝ
ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΕΙΔΗ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΩΝ
(άρθρο 3 παρ. 2 και 3)
Η χρήση πυροβόλου όπλου επιτρέπεται:
1. Αν απαιτείται για την εκπλήρωση του υπηρεσιακού καθήκοντος (άρθρο 3 παρ. 2 ν. 3169/2003)
2. Έχουν εξαντληθεί όλα τα ηπιότερα του πυροβολισμού μέσα, εκτός αν αυτά δεν είναι διαθέσιμα ή πρόσφορα (άρθρο 3 παρ. 2 περ. α΄ ν. 3169/2003)
3. Έχει δηλώσει την ιδιότητά του και έχει απευθύνει σαφή και κατανοητή προειδοποίηση επικείμενης χρήσης (άρθρο 3 παρ. 2 περ. β΄ ν. 3169/2003)
4. Η χρήση του όπλου στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι υπερβολική και δυσανάλογη με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (άρθρο 3 παρ. 2 περ. γ΄ ν. 3169/2003)
5. Αν γίνεται η ηπιότερη χρήση του όπλου, ήτοι κλιμάκωση της χρήσης με τη μικρότερη δυνατή και αναγκαία προσβολή (άρθρο 3 παρ. 3 ν. 3169/2003)
6. Απαιτείται διαταγή ανωτέρου, σε περίπτωση ομάδας (άρθρο 3 παρ. 8 ν. 3169/2003)
7. Υποχρέωση μη εκτέλεσης αντισυνταγματικής ή πρόδηλα παράνομης διαταγής (άρθρο 3 παρ. 9 ν. 3169/2003)
2. Ο αστυνομικός επιτρέπεται να κάνει χρήση πυροβόλου όπλου, εφόσον αυτό απαιτείται για την εκπλήρωση του καθήκοντός του και συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις :
α. Έχουν εξαντληθεί όλα τα ηπιότερα του πυροβολισμού μέσα, εκτός αν αυτά δεν είναι διαθέσιμα ή πρόσφορα στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Ηπιότερα μέσα είναι ιδίως παραινέσεις, προτροπές, χρήση εμποδίων, σωματικής βίας, αστυνομικής ράβδου, επιτρεπτών χημικών ουσιών ή άλλων ειδικών μέσων, προειδοποίηση για χρήση πυροβόλου όπλου και απειλή με πυροβόλο όπλο.
ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ ΜΕΣΩΝ:[βλέπε ειδικότερα: «Οπλοφορία και χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς». Ερμηνεία του ν. 3169/2003. Γιάννης ΜΠΕΚΑΣ. Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ. Αθήνα 2003, σελ. 88-89»] Παραινέσεις: Πρόκειται για συμβουλές του αστυνομικού προς τον πολίτη σε φιλικό και ήπιο τόνο. π.χ. παράτα τα φίλε, έπαιξες και έχασες. Προτροπές: Πρόκειται για εντολές του αστυνομικού που μπορεί να εκδηλώνονται και επιτακτικά, π.χ. πέταξε το όπλο σου. Χρήση εμποδίων: Με την τοποθέτηση στο δρόμο αντικειμένων, π.χ. για εν αμποδίζεται η διαφυγή του δράστη Σωματική βία: Εννοείται η άσκηση φυσικής δύναμης χωρίς χρήση αντικειμένων, π.χ. εκτέλεση μια λαβής ακινητοποίησης. Χρήση αστυνομικής ράβδου: Σε περιπτώσεις άμυνας ή διαταγής ανωτέρου, κατά την εκτέλεση υπηρεσίας (υπ’ αριθ. 8517/4/7-μβ΄ από 17-2-2004 απόφαση Υ.Δ.Τ. «Οπλισμός αστυνομικών») Χρήση επιτρεπτών χημικών ουσιών ή άλλων ειδικών μέσων: π.χ. δακρυγόνα Προειδοποίηση για χρήση πυροβόλου όπλου: απειλή πυροβολισμού αν ο εξαναγκαζόμενος δεν συμμορφωθεί με την εντολή του αστυνομικού π.χ. παραδώσου αλλιώς σου ρίχνω, πυροβολώ Απειλή με πυροβόλο όπλο: Πρόταξη όπλου, με σκοπό την ακινητοποίηση του εξαναγκαζόμενου. |
β. Έχει δηλώσει την ιδιότητα του και έχει απευθύνει σαφή και κατανοητή προειδοποίηση για την επικείμενη χρήση πυροβόλου όπλου, παρέχοντας επαρκή χρόνο ανταπόκρισης, εκτός αν αυτό είναι μάταιο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ή επιτείνει τον κίνδυνο θανάτου ή σωματικής βλάβης.
γ. Η χρήση πυροβόλου όπλου δεν συνιστά υπερβολικό μέτρο σε σχέση με το είδος της απειλούμενης βλάβης και την επικινδυνότητα της απειλής.
3. Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλεται η ηπιότερη χρήση του πυροβόλου όπλου, εκτός αν αυτό είναι μάταιο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ή επιτείνει τον κίνδυνο θανάτου ή σωματικής βλάβης. Ως ηπιότερη χρήση πυροβόλου όπλου νοείται η κατά το εδάφιο δ΄ του άρθρου 1 κλιμάκωση της χρήσης του με τη μικρότερη δυνατή και αναγκαία προσβολή.
Η επιλογή της ηπιότερης χρήσης του πυροβόλου όπλου περιλαμβάνει δύο στάδια:
ένα πρώτο, με κριτήριο το είδος του προσβαλλόμενου έννομου αγαθού που καταλήγει στην επιλογή του είδους πυροβολισμού και
ένα δεύτερο, με κριτήριο τη σπουδαιότητα της βλάβης του ιδίου έννομου αγαθού, που καταλήγει σε επιλογή συγκεκριμένου σημείου ή αντικειμένου.[βλέπε ειδικότερα: «Οπλοφορία και χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς». Ερμηνεία του ν. 3169/2003. Γιάννης ΜΠΕΚΑΣ. Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ. Αθήνα 2003, σελ. 94»]
ΕΚΦΟΒΙΣΤΙΚΟΣ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΣ Η ΚΑΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
Εκφοβιστικός πυροβολισμός (ΔΕΝ ΣΤΟΧΕΥΕΤΑΙ ΜΕ ΠΛΗΞΗ ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ ΣΤΟΧΟΣ], όπου προσβάλλεται με βλάβη η προσωπική ελευθερία [δηλαδή προσβάλει με βλάβη την προσωπική ελευθερία επηρεάζοντας το σχηματισμό βούλησης ή με διακινδύνευση, εάν τελικά δεν συμμορφώθηκε]. ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΗ: ΝΑ ΜΗΝ ΠΛΗΓΕΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠΟ ΑΣΤΟΧΙΑ Η ΕΠΟΣΤΡΑΚΙΣΜΟ.
Σύμφωνα δε με σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [Ε.Δ.Δ.Α.], εκφοβιστικός είναι ένας πυροβολισμός «όταν η βολή κατευθύνεται στον αέρα, με το όπλο σχεδόν κάθετα, ώστε να διασφαλίζεται ότι ο ύποπτος δεν θα πληγεί» [ECtHR, 20/05/1999 [GC], Oğur v. Turkey, App. 21594/93, §83]
Πυροβολισμός κατά πράγματος: 947&1ΑΚ ΠΡΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΣΩΜΑΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΑΥΘΥΠΑΡΚΤΟ, ΑΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΔΕΚΤΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣΗΣ. ΛΟΓΩ ΜΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΡΙΤΟΥ Η ΤΟΥ ΔΙΟΥ Η ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ –ΑΔΕΣΠΟΤΟ ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΛΕΙΜΜΕΝΟ-ΑΓΡΙΟ ΖΩΟ.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
Η χρήση πυροβόλου όπλου επιτρέπεται:
1) Εάν έχουν ληφθεί μέτρα αποφυγής πλήξης ανθρώπου από αστοχία ή εποστρακισμό τόσο για τον εκφοβιστικό πυροβολισμό όσο και πυροβολισμό κατά πραγμάτων και
2) Για τον πυροβολισμό κατά οχήματος ειδικά, εάν ενέχει κίνδυνο τραυματισμού επιβαίνοντος προσώπου, να συντρέχει κάποια από τις ειδικές προϋποθέσεις που συνιστούν επιτρεπτό τον πυροβολισμό ακινητοποίησης. [βλέπε ειδικότερα: «Οπλοφορία και χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς». Ερμηνεία του ν. 3169/2003. Γιάννης ΜΠΕΚΑΣ. Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ. Αθήνα 2003, σελ. 99»].
4. Ο εκφοβιστικός πυροβολισμός ή ο πυροβολισμός κατά πραγμάτων επιτρέπεται, ιδίως σε περιπτώσεις κινδύνου από ζώο ή προειδοποίησης για πυροβολισμό εναντίον ανθρώπου, εφόσον έχουν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να μην πληγεί άνθρωπος από αστοχία ή εξοστρακισμό του βλήματος. Πυροβολισμός κατά οχήματος, που ενέχει κίνδυνο τραυματισμού επιβαίνοντος προσώπου, επιτρέπεται μόνο υπό τις προϋποθέσεις της επόμενης παραγράφου.
ΕΙΔΙΚΑ Ο ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΟΧΗΜΑΤΟΣ:
Ειδικά για τον πυροβολισμό κατά οχήματος, τίθεται η επιπρόσθετη ειδική προϋπόθεση, να μην ενέχει κίνδυνο τραυματισμού επιβαίνοντος προσώπου.
Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που το όχημα είναι εν κινήσει με μεγάλη ταχύτητα, οπότε και χωρίς αστοχία ή εποστρακισμό υπάρχει κίνδυνος τραυματισμού, λόγω απώλειας ελέγχου από τον οδηγό και πιθανής σύγκρουσης. Όπως και εάν το όχημα κινείται με μικρή ταχύτητα ή είναι ακίνητο, αλλά ο πυροβολισμός στοχεύει σε σημείο που αν και τεχνικά ορθό, δεν αποκλείεται να πλήξει τον επιβαίνοντα λόγω κάποιας δικής του μετατόπισης.
Αντίθετα, δεν αναφέρεται σε κίνδυνο τραυματισμού τρίτου, μη επιβαίνοντος στο όχημα, πάνω στον οποίο θα πέσει ενδεχομένως το όχημα.
Αν συντρέχει κίνδυνος τραυματισμού επιβαίνοντος, ο πυροβολισμός θεωρείται τυπικά μεν κατά πράγματος, ουσιαστικά όμως αντιμετωπίζεται ως πυροβολισμός ακινητοποίησης.[βλέπε ειδικότερα: «Οπλοφορία και χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς». Ερμηνεία του ν. 3169/2003. Γιάννης ΜΠΕΚΑΣ. Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ. Αθήνα 2003, σελ. 102-103»]
Ειδικά, για τη μη λήψη μέτρων αποφυγής αστοχίας η εποστρακισμού, όπως και αποφυγής κινδύνου τραυματισμού επιβαινόντων προσώπων, ο δόλος πρέπει να επικαλύπτει την παράλειψη να λάβει αυτά τα μέτρα και όχι την επέλευση του κινδύνου ή έστω της αστοχίας ή του εποστρακισμού. Συνεπώς, ο αστυνομικός που πυροβόλησε εν γνώσει του χωρίς να ελέγξει αν στο όχημα υπάρχουν ή όχι άνθρωποι και μάλιστα όχι στα λάστιχα αλλά ψηλά στο ρεζερβουάρ , έστω και εάν δεν του πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να τραυματίσει κάποιον, εφόσον τέτοιος κίνδυνος υπήρξε, του καταλογίζεται παράνομος πυροβολισμός ακινητοποίησης. [βλέπε ειδικότερα: «Οπλοφορία και χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς». Ερμηνεία του ν. 3169/2003. Γιάννης ΜΠΕΚΑΣ. Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ. Αθήνα 2003, σελ. 105»]
Σε περίπτωση που όχημα δεν σταματά σε σήμα για έλεγχο και επιχειρεί να διαφύγει αυξάνοντας ταχύτητα, καταδιώκεται βέβαια, αλλά δεν επιτρέπεται ο πυροβολισμός στα λάστιχα, εκτός και εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις νόμιμου πυροβολισμού και στα πόδα του οδηγού, με τον οποίο εξομοιώνεται και ο πυροβολισμός στα λάστιχα κινούμενου με ταχύτητα αυτοκινήτου. [βλέπε ειδικότερα: «Οπλοφορία και χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς». Ερμηνεία του ν. 3169/2003. Γιάννης ΜΠΕΚΑΣ. Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ. Αθήνα 2003, σελ. 107»]
ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΣ ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗΣ
Ως πυροβολισμός ακινητοποίησης κρίνεται ο πυροβολισμός που στοχεύεται μεν η πλήξη ανθρώπου, αλλά σε μη ζωτικά σημεία του σώματος, όπως ενδεικτικά αναφέρει ο νομοθέτης (άρθρο 1 περ. δ. στοιχ. (3) ν. 3169/2003) στα πόδια. Η ενδεικτική αναφορά δεν αποκλείει να θεωρηθεί και ως πυροβολισμός ακινητοποίησης και εκείνος που στοχεύει στα χέρια ή στα οπίσθια (υπό προϋποθέσεις, χωρίς να μπορεί αντικειμενικά να υπάρχει σοβαρή πιθανότητα πρόκλησης θανάτου [βλέπε ειδικότερα: «Οπλοφορία και χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς». Ερμηνεία του ν. 3169/2003. Γιάννης ΜΠΕΚΑΣ. Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ. Αθήνα 2003, σελ. 106»].
Γενική επιδίωξη του πυροβολισμού ακινητοποίησης είναι η με την πρόκληση της σωματικής βλάβης αδυναμία του κακοποιού να συνεχίζει την εγκληματική του προσπάθεια ή να αποτραπεί η βίαιη διαφυγή του [βλέπε ειδικότερα: «Οπλοφορία και χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς». Ερμηνεία του ν. 3169/2003. Γιάννης ΜΠΕΚΑΣ. Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ. Αθήνα 2003, σελ. 107»]
ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΩΝ
ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΣΗΣ
Οι προϋποθέσεις, οι οποίες υποχρεωτικά απαιτούνται, ώστε να επιτρέπεται ο πυροβολισμός ακινητοποίησης ή και εξουδετέρωσης, είναι:
1) Να πληρούνται οι γενικές προϋποθέσεις νόμιμου πυροβολισμού (εξάντληση ηπιότερων μέσων, ηπιότεροι πυροβολισμοί , να μην υπάρχει δυσαναλογία, κ.λπ.) (άρθρο 3 παρ. 2 και 3 ν. 3169/2003).
2) Να πληρούνται οι γενικότερες απαγορεύσεις πυροβολισμού εναντίον ανθρώπου (άρθρο 3 παρ. 7 ν. 3169/2003) και
3) Να πληρούνται οι ειδικές, αυστηρά καθορισμένες, για κάθε πυροβολισμό, περιπτώσεις που μόνο όταν κάποια από αυτές συντρέχει, επιτρέπεται ο πυροβολισμός (άρθρο 3 παρ. 5 και 6 ν. 3169/2003).
[βλέπε ειδικότερα: «Οπλοφορία και χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς». Ερμηνεία του ν. 3169/2003. Γιάννης ΜΠΕΚΑΣ. Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ. Αθήνα 2003, σελ. 107 &141»].
ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ
ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΥ ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗΣ (παρ. 5)
5. Ο πυροβολισμός ακινητοποίησης επιτρέπεται, αν αυτό απαιτείται:
α. Για την απόκρουση ένοπλης επίθεσης, εφόσον η επίθεση άρχισε ή επίκειται, ώστε κάθε καθυστέρηση αντίδρασης να καθιστά αναποτελεσματική την άμυνα.
β. Για την αποτροπή επικείμενης τέλεσης ή εξακολούθησης κοινώς επικίνδυνου κακουργήματος ή κακουργήματος που τελείται με χρήση ή απειλή σωματικής βίας.
γ. Για τη σύλληψη καταδικασθέντος ή υποδίκου ή καταδιωκομένου που καταλαμβάνεται να τελεί επ’ αυτοφώρω κακούργημα ή πλημμέλημα, εφόσον αντιδρά στη σύλληψή του και υπάρχει άμεσος κίνδυνος να κάνει χρήση όπλου.
δ. Για την αποτροπή παράνομης εισόδου στη χώρα ή εξόδου από αυτή προσώπων που επιχειρούν παράνομη διακίνηση ανθρώπων ή πραγμάτων και φέρουν όπλα του εδαφίου α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 2168/1993.
ε. Για την προστασία εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας ή χώρων, στους οποίους φυλάσσονται αντικείμενα επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία ή τη δημόσια τάξη ή πειστήρια εγκλήματος, εφόσον η φύλαξή τους έχει ανατεθεί ειδικά στον αστυνομικό και επιχειρείται βίαιη είσοδος, προσβολή ή αφαίρεση των φυλασσόμενων από ένοπλο.
στ. Για την αποτροπή απόδρασης ή ελευθέρωσης κρατούμενου που επιχειρείται με ένοπλη επίθεση.
ζ. Για την αποτροπή αφοπλισμού αστυνομικού κατά την υπηρεσία του.
ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΣ ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΣΗΣ
Πυροβολισμός εξουδετέρωσης υπάρχει όταν στοχεύεται η πλήξη ανθρώπου με τέτοιο τρόπο, που πιθανολογείται ακόμη και ο θάνατός του, δηλαδή που μπορεί να πλήξει ζωτικά σημεία του σώματος ή και να στοχεύονται αυτά.
Με τον πυροβολισμό εξουδετέρωσης, ο αστυνομικός επιχειρεί την πλήρη εξουδετέρωση του ανθρώπου, επιδιώκοντας την πρόκληση σωματικής βλάβης, έστω και αν αυτή προκαλέσει το θάνατό του ή επιδιώκοντας απευθείας την άμεσα θανάτωσή του, επειδή μόνο έτσι μπορεί να τον εξουδετερώσει αποτελεσματικά. Αποτελείς έσχατο μέσο εκπλήρωσης του αστυνομικού καθήκοντος. [βλέπε ειδικότερα: «Οπλοφορία και χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς». Ερμηνεία του ν. 3169/2003. Γιάννης ΜΠΕΚΑΣ. Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ. Αθήνα 2003, σελ. 140»].
ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ
ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΥ ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΣΗΣ (παρ. 6)
6. Ο πυροβολισμός εξουδετέρωσης επιτρέπεται, αν αυτό απαιτείται:
α. για την απόκρουση επίθεσης ενωμένης με επικείμενο κίνδυνο θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ανθρώπου,
β. για την διάσωση ομήρων, για τους οποίους απειλείται κίνδυνος θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΥ ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗΣ Η ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΣΗΣ
Οι περιπτώσεις που, αν και συντρέχει κάποια από τις ειδικές προϋποθέσεις επιτρεπτού πυροβολισμού ακινητοποίησης ή εξουδετέρωσης, απαγορεύεται τελικά οποιοσδήποτε πυροβολισμός κατά ανθρώπου, είναι:
7. Πυροβολισμός ακινητοποίησης ή εξουδετέρωσης απαγορεύεται:
α. εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγεί τρίτος από αστοχία ή εξοστρακισμό του βλήματος,
β. εναντίον ενόπλου πλήθους, εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγούν άοπλοι,
γ. εναντίον ανηλίκου, εκτός αν αποτελεί το μοναδικό μέσο για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου θανάτου.
Ως ανήλικος θεωρείται το πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του,
δ. εναντίον προσώπου που τρέπεται σε φυγή, όταν καλείται να υποστεί νόμιμο έλεγχο.
ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΣ, ΩΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΟΜΑΔΑΣ
8. Όταν οι αστυνομικοί ενεργούν ως ομάδα, για τη χρήση πυροβόλου όπλου, απαιτείται προσταγή του επικεφαλής αυτής, εκτός αν ο αστυνομικός δέχεται επίθεση, από την οποία απειλείται βαριά σωματική βλάβη ή θανάτωσή του.
ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ Η ΠΡΟΔΗΛΩΣ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΔΙΑΤΑΓΗ
9. Αντισυνταγματική ή προδήλως παράνομη διαταγή ανωτέρου για χρήση πυροβόλου όπλου δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του αστυνομικού.
ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΧΡΗΣΗΣ ΟΠΛΩΝ
10. Κάθε περίπτωση χρήσης όπλων από αστυνομικό αναφέρεται αμέσως στην αρμόδια αστυνομική Υπηρεσία και Δικαστική Αρχή
π.δ. 120/2008
«ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ»
«Πειθαρχία», κατά το γλωσσικό της νόημα, είναι «η υπακοή στις αρχές, σε κάθε τι που επιβάλλεται από το νόμο ή διαταγή».
Ετυμολογικά η λέξη «πειθαρχία» αποτελείται από τις λέξεις πείθω/ομαι και αρχή/άρχω, που σημαίνουν υπακοή, μέσω της πειθούς κάποιου, σε κάποιον άλλον, ο οποίος εκπροσωπεί την αρχή.
ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ:
Η πιστή συμμόρφωση των αστυνομικών προς το Σύνταγμα και τους νόμους, η υπακοή των κατωτέρων προς τους ανωτέρως, η άμεση εκτέλεση των διαταγών τους και ο σεβασμός προς αυτούς, η αξιοπρεπής συμπεριφορά των ανωτέρων προς τους κατωτέρους, η ευγενική συμπεριφορά προς τους πολίτες και η προστασία των δικαιωμάτων αυτών, που προβλέπονται από το Σύνταγμα και τους νόμους. (2§1 π.δ. 120/2008)
ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ ΚΑΘΗΚΟΝ:
Προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στον αστυνομικό από τις διατάξεις του Συντάγματος, των νόμων, των κανονισμών του Σώματος, των διαταγών της Υπηρεσίας καθώς και από τη συμπεριφορά, που πρέπει να τηρεί ο αστυνομικός εντός και εκτός υπηρεσίας λόγω της ιδιότητάς του. (4§2 π.δ. 120/2008)
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΠΡΟΣ ΠΟΛΙΤΕΣ:
Η ευγενής συμπεριφορά των αστυνομικών προς τους πολίτες, καθώς και ο σεβασμός και η προστασία των δικαιωμάτων αυτών, που προβλέπονται από το Σύνταγμα και τους νόμους. (2§1 περ. ε΄ π.δ. 120/2008)
Η πλειονότητα των πολιτών, άνω του 95%, δεν είναι εγκληματίες. Είναι φίλοι, γνωστοί συγγενείς, οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Απαιτούν ορθή συμπεριφορά και έχουν ανάγκη της βοηθείας μας.
Εμφανιση– ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Το συνολικό παρουσιαστικό ενός ανθρώπου η εξωτερική εικόνα που παρουσιάζει κάποιος. Η εντύπωση που σχηματίζεται από τον τρόπο με τον οποίο στέκεται και περπατά κάποιος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Νόμιμη και παράνομη αστυνομική βία. Δρ Ευάγγελος Στεργιούλης, Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, ε.α. Υποστράτηγος Ελληνικής Αστυνομίας, 22-12-2019.
Αστυνομική δράση: νόμιμη βία ή βία που γίνεται νόμος. Βασιλική Οικονόμου, 13-1-2020.
Συνήγορος του Πολίτη: www.synigoros.gr/resources/toolip/doc/2011/01/19/astinomia-fylladio.pdf
Κρατική Βία και Κατάχρηση Εξουσίας -Στέργιος Αϊδινλής – Αχιλλέας Ντόγκαρης – Ειρήνη Τσιρονίκου Μεταπτυχιακοί Φοιτητές στον Τομέα των Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
«Οπλοφορία και χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς». Ερμηνεία του ν. 3169/2003. Γιάννης ΜΠΕΚΑΣ. Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ. Αθήνα 2003.»
Προσαγωγές στα Αστυνομικά Τμήματα, τι ισχύει και πότε είναι νόμιμες. Νικόλαος Αθ. Μπλάνης, ε.α., Αντιστράτηγος Ελληνικής Αστυνομίας,Επίτιμος Προϊστάμενος Κλάδου Οργάνωσης και Ανθρώπινου Δυναμικού Α.Ε.Α/Υ.Δ.Τ., Πτυχιούχος Νομικής Σχολής Αθηνών, 30-10-2014