«Η ΕΛ.ΑΣ. έχει σαφείς ενδείξεις για τους δράστες της δολοφονίας του ειδικού φρουρού Χαραλάμπου Αμανατίδη στην Κηφισιά, όμως δεν έχει ακλόνητα αποδεικτικά στοιχεία και η υπόθεση παραμένει τυπικά ανεξιχνίαστη. Ωστόσο εξετάζουμε σοβαρά το ενδεχόμενο πρόσωπα που έχουν εμπλοκή στη δολοφονία Αμανατίδη να έχουν ρόλο και σε πρόσφατες επιθέσεις των ένοπλων οργανώσεων…»
Αυτό ανέφερε στο «Βήμα» υψηλόβαθμος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. με τη συμπλήρωση δέκα ακριβώς χρόνων από τη δολοφονία του 33χρονου αστυνομικού, φρουρού της κατοικίας του βρετανού στρατιωτικού ακολούθου στην Κηφισιά, το ξημέρωμα της 31ης Δεκεμβρίου 2004. Τουλάχιστον δύο άγνωστοι επιχείρησαν να του αφαιρέσουν το όπλο και όταν εκείνος αντιστάθηκε, τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν. Πρόκειται για μία από τις πρώτες επιθέσεις των «διαδόχων της 17Ν» η οποία είχε εξαρθρωθεί το καλοκαίρι του 2002 και η δολοφονία αυτή είχε συνταράξει την ΕΛ.ΑΣ. με τον φόβο της μεγάλης επιστροφής του εγχώριου αντάρτικου πόλης.
Μία «ομολογία» και εκατό καταθέσεις
Την ευθύνη της επίθεσης δεν ανέλαβε καμία οργάνωση, ενώ μετά την εξάρθρωση του Επαναστατικού Αγώνα το 2010 αναδείχθηκαν εσωτερικά έγγραφα της ΕΛ.ΑΣ., όπου υπήρχαν ενδείξεις για συμμετοχή στη δολοφονία -με βάση αναλύσεις τηλεφωνικών κλήσεων και άλλα στοιχεία- ενός ηγετικού μέλους αυτής της οργάνωσης, ο οποίος όμως έχει αρνηθεί πολλές φορές και κατηγορηματικά την εμπλοκή του σε αυτήν την επίθεση. Επιπλέον τον Ιούνιο του 2009 είχε υπάρξει μία αμφισβητούμενη «ομολογία» του 31χρονου αντιεξουσιαστή Νίκου Κουνταρδά ότι συμμετείχε στη δολοφονία του Χαράλαμπου Αμανατίδη. Μάλιστα είχε υποστηρίξει ότι «συμμετείχα με κάποιον που είναι νεκρός, αλλά δεν θα τον κατονομάσω ως ύστατο φόρο τιμής» – χωρίς ωστόσο να δοθεί καμία συνέχεια…
Στον ογκώδη φάκελο που σχημάτισε η ΕΛ.ΑΣ. για τη δολοφονία του ειδικού φρουρού περιλαμβάνονται 100 καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων, αστυνομικών και άλλων ιδιωτών, ενώ παρατίθενται 55 πορίσματα εγκληματολογικών εργαστηρίων.
Πώς έγινε η επίθεση
Η σκηνή της δολοφονίας του ειδικού φρουρού περιγράφεται 13σέλιδο διαβιβαστικό έγγραφο που συνέταξε στις 26 Ιουνίου 2008- δηλαδή, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την επίθεση, η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία.
«Την 30.12.2004 και περί ώρα 22.00 ο ειδικός φρουρός Χαράλαμπος Αμανατίδης ανέλαβε υπηρεσία σκοπού στην οικία του βρετανού στρατιωτικού ακολούθου συνταγματάρχη Βlatherwick Μark στη συμβολή των οδών Θήρας 25 και Καρπάθου στην Κηφισιά. Εντός της οικίας υπήρχε μικρή δεξίωση στην οποία συμμετείχαν ο στρατιωτικός ακόλουθος και η σύζυγός του, καθώς και πέντε προσκεκλημένοι, οι οποίοι αποχώρησαν ως την 3.00 ώρα τής 31.12.2004. Περί την ώρα 3.10 της ιδίας τουλάχιστον δύο άτομα πλησίασαν το φυλάκιο εντός του οποίου ευρίσκετο ο ειδικός φρουρός και, αφού στην αρχή πιθανότατα ο ένας από αυτούς συνομίλησε μαζί του, στη συνέχεια τον πυροβόλησαν αρκετές φορές με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του. Αμέσως μετά την εγκληματική ενέργειά τους οι δράστες αφαίρεσαν το υπ’ αριθμόν C295791 ΜΡ5 υπηρεσιακό υποπολυβόλο, στη συνέχεια επιβιβάστηκαν σε ΙΧΕ αυτοκίνητο που ήταν σταθμευμένο στη συμβολή των οδών Καρπάθου και Μπακογιάννη, και στο οποίο πιθανότατα τους ανέμενε και άλλο άτομο, και απομακρύνθηκαν από το σημείο κινούμενοι επί της οδού Μπακογιάννη προς την οδό Χαριλάου Τρικούπη στην Κηφισιά»
Το αυτοκίνητο που είχαν χρησιμοποιήσει οι δράστες είχε κλαπεί δύο ημέρες νωρίτερα από τον Περισσό και βρέθηκε εγκαταλελειμμένο στην οδό Πινδάρου στο Μαρούσι. Αποτυπώματα και δείγματα DNA που βρέθηκαν στο ΙΧ και στο σημείο της επίθεσης δεν ταυτοποιήθηκαν.
Η ΕΛ.ΑΣ. από μία λανθασμένη αρχική εκτίμηση αξιωματικών ανάλωσε πολλές ημέρες ερευνών εξετάζοντας το ενδεχόμενο να πρόκειται για «ενέργεια ποινικών ή άλλων ατόμων που είχαν προσωπικές εκκρεμότητες με τον άτυχο ειδικό φρουρό».
Ακόμη η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία προχώρησε σε ανάλυση 100.000 κλήσεων που έγιναν στο σημείο της επίθεσης και στην περιοχή διαφυγής των δραστών και εστίασαν το ενδιαφέρον τους «σε τρεις συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας οι οποίες είναι ανώνυμες καρτοκινητές από τις εταιρείες Vodafone και Cosmote».
Από τη σχετική πολυετή έρευνα της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας η έρευνα εστιάστηκε στον κάτοχο ενός πλέον καρτοκινητού που αγοράστηκε από κατάστημα κινητής τηλεφωνίας στα βόρεια προάστια. Οι υπάλληλοι του καταστήματος φέρεται να ανεγνώρισαν -σύμφωνα με τα έγγραφα της ΕΛ.ΑΣ.- χωρίς σχετική βεβαιότητα τον προαναφερόμενο «αντάρτη πόλης» ως αγοραστή του τηλεφώνου.
Η ΕΛ.ΑΣ. θεωρεί ιδιαίτερα κρίσιμο ότι η επίθεση κατά του ειδικού φρουρού στην Κηφισιά έχει μεγάλες ομοιότητες με την αρπαγή όπλου από τον ειδικό φρουρό τού τότε Προέδρου του Αρείου Πάγου Ρωμύλου Κεδίκογλου τον Μάιο του 2007, για την οποία είχε κατηγορηθεί αλλά απαλλαγεί τελικώς ένας ύποπτος για συμμετοχή στην οργάνωση των «ληστών με τα μαύρα». Η ομάδα αυτή, που προχώρησε σε έξι ληστείες τραπεζών μετά την εξάρθρωση της 17Ν με λεία περίπου 700.000 ευρώ, εκτιμάται από την ΕΛ.ΑΣ. ότι λειτουργούσε την περίοδο 2003-2006 ως υποστηρικτικός μηχανισμός του Επαναστατικού Αγώνα.