– ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΑΜΕΣΗΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΦΡΟΥΡΩΝ, ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
– ΑΔΙΑΜΦΗΣΒΗΤΗΤΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΔΙΑΦΑΝΟΥΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΦΡΟΥΡΩΝ
Με τις διατάξεις του άρθρου 9 του νόμου 2734/1999, συστήθηκαν για πρώτη φορά το έτος 1999, χίλιες [1000] θέσεις Ειδικών Φρουρών, που θα αποτελούσαν έκτοτε τη δεύτερη κατά σειρά, μετά τους Συνοριακούς Φύλακες, ιδιαίτερη κατηγορία προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας. Έκτοτε βέβαια, με αποφάσεις τις Πολιτικής και Φυσικής Ηγεσίας του Σώματος της Ελληνικής Αστυνομίας, τα καθήκοντα των Ειδικών Φρουρών διευρύνθηκαν και οι αρμοδιότητές τους επεκτάθηκαν και σε νέα αστυνομικά καθήκοντα, με αποτέλεσμα σήμερα να αποτελούμε ένα αξιόμαχο σύνολο, με αριθμό υπηρετούντων πολύ μεγαλύτερο του αρχικού, ύστερα από τις επανειλημμένες προκηρύξεις πρόσληψης προσωπικού της εν λόγω κατηγορίας, επειδή η αποδοτικότητά μας, το υψηλό επίπεδο επαγγελματισμού μας και οι παρεχόμενες υπηρεσίες μας προς το κοινωνικό σύνολο, χωρίς περιθώριο αμφιβολίας, αξιολογήθηκαν από τη Διοίκηση ως εξαιρετικές.
Η πορεία μας όμως εντός Σώματος και η επαγγελματική μας σταδιοδρομία, δεν υπήρξε πάντοτε ανέμελη και απρόσκοπτη. Η παρουσία μας, ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων μας, η αυξημένη αυτοπειθαρχία μας και η αυταπόδεικτη συνεισφορά μας στις αστυνομικές επιτυχίες, δημιούργησαν τις συνθήκες εκείνες που σε κάποιους δεν άρεσαν και γι’ αυτό στράφηκαν εναντίον μας, διαδίδοντας διάφορα σενάρια και ιστορίες δυσφήμησης του έργου μας, κυρίως όμως του τρόπου πρόσληψης και κατάληψης θέσης στην Ελληνική Αστυνομία.
Μεταξύ των ζητημάτων που ανακινήθηκαν με στόμφο και μάλιστα διαρκούν μέχρι σήμερα, διακινούμενα ακόμη και από μερίδα συνδικαλιστών, είναι κυρίως η υποτιθέμενη παραβίαση των αρχών της αξιοκρατίας και της διαφάνειας στην πρόσληψή Ειδικών Φρουρών. Ειπώθηκε, όπως όλοι θυμάστε και λέγεται ότι μπήκαμε στην Ελληνική Αστυνομία από την πίσω πόρτα, αφού δεν συμμετείχαμε στις πανελλαδικές εξετάσεις, ότι αρπάζουμε τις θέσεις παιδιών που θα γινόντουσαν αστυφύλακες με πανελλήνιες, κ.λπ., κ.λπ.
Κανείς τους όμως δεν ομολογεί αρχικά, ότι δεν υπήρχε περίπτωση αύξησης των θέσεων των δοκίμων αστυφυλάκων από την Πολιτεία, άρα δεν στερήσαμε σε κανένα τη θέση. Κανείς δεν ομολογεί ότι για τον καθορισμό του αριθμού των Δοκίμων Αστυφυλάκων και Αξιωματικών, που προέρχονται από ιδιώτες, αστράτευτους, λόγο και μάλιστα σημαντικό, έχουν οι Ένοπλες Δυνάμεις και του Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, που δεν είναι διατιθέμενοι να αφήσουν όλο το δυναμικό των εφέδρων να μην στρατευθεί. Κανείς δεν ομολογεί ότι υπό τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν, ήμασταν και είμαστε η πιο προσιτή λύση στο μείζον πρόβλημα της αναπλήρωσης της οργανικής δύναμης, που υπολειπόταν κατά πολλές χιλιάδες αστυνομικών.
Σημαντικότερο ίσως όλων, η στελέχωση των Αστυνομικών Υπηρεσιών σε σχέση και με την οικονομική κρίση που μαστίζει την χώρα μας, το μικρό οικονομικό κόστος πρόσληψης των Ειδικών Φρουρών μαζί με την ποιοτικότερη προσφορά εργασίας τους, δυσανάλογη εκείνου του κόστους και της ποιότητας εργασίας των Αστυνομικών που προέρχονται από Πανελλήνιες Εξετάσεις. Προσθέτοντας δε το γεγονός της υποχρεωτικής υπηρεσίας των Ειδικών Φρουρών σε μάχιμες και μόνο υπηρεσίες (κυρίως ΔΙ.ΑΣ, Δ.ΕΛ.Τ.Α, Τμήματα Τάξης)σε σχέση με τους Αστυφύλακες οι οποίοι, νέοι ακόμη στην υπηρεσία και σε μεγάλο ποσοστό, αποζητούν και πετυχαίνουν να υπηρετήσουν σε ειδικές υπηρεσίες ήπιων αστυνομικών καθηκόντων.
Ήρθε όμως η ώρα, μετά την έμπρακτη απόδειξη των ικανοτήτων μας, την πασιφανή αναγνώρισή μας από «φίλους» και «εχθρούς», την ικανοποιητική αξιολόγησή μας από το κοινωνικό σύνολο, να ανταποδείξουμε, στο μέτρο του εφικτού, ότι η πρόσληψή μας έγινε και συνεχίζει να γίνεται με τρόπο αξιοκρατικό και απολύτως διαφανή, τόσο όσον αφορά τους συναδέλφους μας αστυνομικούς, όσο και τους λοιπούς συνυποψήφιους μας.
Η αξιοκρατία ορθά χαρακτηρίστηκε βασικό θεμέλιο κάθε δημοκρατικής και ευνομούμενης κοινωνίας και ουσιαστικός παράγοντας για την πρόοδο των ατόμων και τη σωστή λειτουργία των κοινωνιών.
Η αξιοκρατία, όμως, για να υπάρξει και για να εφαρμοστεί, προϋποθέτει, ανάμεσα στα άλλα, και τον έλεγχο. Πρέπει, ανά πάσα στιγμή, και σε όλο το φάσμα της διαδικασίας, να ερευνάται αντηρούνται οι αρχές και οι κανόνες. Και πρέπει οι εμπλεκόμενοι, όλοι οι εμπλεκόμενοι, να εμπνέονται από το πολιτικό, κοινωνικό και αισθητικό περιεχόμενο της λέξης.
Προς το σκοπό αυτό η Ηγεσία του Σώματος, με τις ρυθμίσεις της υπ’ αριθ. 7002/12/1-ι΄ από 26-3-2007 απόφασης του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, έθεσε με πληρότητα και σαφήνεια τους κανόνες εκείνους που επιτρέπουν την επιλογή του πιο άξιου μεταξύ των ενδιαφερομένων, αλλά ταυτόχρονα και τον διαφανή έλεγχο των τηρούμενων διαδικασιών, με την εγγύηση εκπροσώπου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους [Ν.Σ.Κ.] και του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού [Α.Σ.Ε.Π.], πέραν του εκπροσώπου της που αποτελεί το τρίτο μέλος της Επιτροπής αξιολόγησης των δικαιολογητικών που υποβάλουν οι υποψήφιοι, στους οποίους παρέχεται η ελευθερία, αυτοπρόσωπου ή με το νομικό τους παραστάτη, ελέγχου των δικαιολογητικών των συνυποψηφίων τους και η υποβολή σχετικής προσφυγής στο Α.Σ.Ε.Π., που αποτελεί το θεσμικό εγγυητή της τήρησης των αρχών αυτών. Και τούτο επειδή το δικαίωμα προς εργασία στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, με συνθήκες απόλυτης διαφάνειας, δημοσιότητας, αντικειμενικότητας και αξιοκρατίας, επιβάλλει εκ των ουκ άνευ την ουδετερότητα της Διοίκησης από τον ουσιαστικό έλεγχο των δικαιολογητικών και τη διαμόρφωση των Πινάκων ικανών, προκειμένου να επιτευχθεί, χωρίς καμιά αμφισβήτηση, η διασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους τους υποψήφιους πολίτες.
Οι παραπάνω εγγυήσεις ανεξαρτησίας ενισχύθηκαν περαιτέρω με την ένταξή τους το 2001 στο Σύνταγμα, το οποίο κατοχύρωσε δύο οντότητες: ένα σύστημα πρόσληψης και στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης και ταυτόχρονα ένα θεσμό που εγγυάται τη διαφάνεια, την αξιοκρατία και την αντικειμενικότητα του συστήματος αυτού.
Η πρόσληψη των Ειδικών Φρουρών, όπως προελέχθη, γίνεται με το σύστημα των αντικειμενικών κριτηρίων (μόρια, άρθρο 9 παρ. 5 ν. 2734/1999). Το σύστημα αυτό έχει κατ’ επανάληψη κριθεί και δικαστικώς ως το πλέον σύμφωνο με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αξιοκρατίας, η οποία στηρίζεται στην αρχή της ισότητας του άρθρου 4 Συντ. (Α.Ε.Δ. 30/1985, ΣτΕ 3045/1997). Η μεγαλύτερη αναγνώριση τήρησης των αρχών της διαφάνειας και αξιοκρατίας, προέρχεται τόσο από τον ίδιο το φορέα (Ελληνική Αστυνομία), που θεωρεί ότι το ανθρώπινο δυναμικό που προσλαμβάνει μέσω της ελεγχόμενης από το ΑΣΕΠ διαδικασίας είναι πράγματι υψηλού επιπέδου, όσο και από το ίδιο το προσλαμβανόμενο προσωπικό, που γνωρίζει ότι πράγματι προσελήφθη με την αξία του.
Συνακόλουθα, η επιλογή προσώπων για την κατάληψη θέσεων Ειδικών Φρουρών στην Ελληνική Αστυνομία και γενικότερα στην ελληνική δημόσια διοίκηση, αποδίδοντας αποκλειστική σημασία στις ικανότητες και τα προσόντα τους, όπως αναμφισβήτητα προκύπτει από το ισχύον νομικό πλαίσιο πρόσληψης των εν λόγω υπαλλήλων, αποτελεί αυτονόητη πρακτική για τον εν λόγω Οργανισμό, αλλά και για το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, που αποδεικνύει ότι διαθέτει υψηλό επίπεδο πολιτικού και νομικού πολιτισμού.
Η σταδιοδρομία του Ειδικού Φρουρού στην Ελληνική Αστυνομία γίνεται πλέον στη βάση της προσωπικής του αξίας και στην ισότιμη αντιμετώπισή του κατά την υπηρεσιακή του εξέλιξη, ήτοι δεδομένα που αποτελούν στοιχειώδεις κανόνες για τη λειτουργία του Σώματος, το οποίο αποδεδειγμένα σέβεται και τηρεί απαρέγκλιτα τη συνταγματική νομιμότητα, επιδιώκοντας παράλληλα τη μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας του ανθρώπινου δυναμικού του.
Η εφαρμογή των κανόνων της διαφάνειας και της αξιοκρατίας υπολείπονταν όχι μόνο στην Ελληνική Αστυνομία, αλλά γενικότερα στη Χώρα μας για πολλές δεκαετίες σε σχέση με άλλα προηγμένα Κράτη και (σε σχέση με) τα διοικητικά τους συστήματα. Τις δεκαετίες αυτές είχαν επικρατήσει οι πελατειακές σχέσεις, η ευνοιοκρατία, η αναξιοκρατία, το ρουσφέτι, ο νεποτισμός και ο φαβοριτισμός, που δυστυχώς αποτελούσαν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της οργανωτικής λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης. Τα γεγονότα αυτά υπονόμευσαν συστηματικά κάθε προσπάθεια αναβάθμισης της λειτουργίας της Ελληνικής Αστυνομίας και της Δημόσιας Διοίκησης και περιόρισαν αισθητά την ουσιαστική βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους.
Η πορεία αυτή, που μέχρι τότε ήταν απολύτως αρνητική, άρχισε, υπό την πίεση της κοινωνίας, να μεταβάλλεται ουσιαστικά την τελευταία δεκαπενταετία [1995 – 1996], καθόσον έγινε αντιληπτό ότι το γενικότερο κόστος του «πελατειακού κράτους για την κοινωνία, την οικονομία και το δημόσιο συμφέρον» ήταν τεράστιο και δεν το άντεχε πλέον ο τόπος, καθώς και ότι «αποτελείαναγκαία συνθήκη της σύγχρονης διοίκησης (που βασίζεται στις γνώσεις και στις ικανότητες των στελεχών της), η απαρέγκλιτη τήρηση της αρχής της αξιοκρατίας στις προσλήψεις και τις κάθε είδους υπηρεσιακές μεταβολές στην κατάσταση του προσωπικού των δημοσίων υπηρεσιών».
Η έννοια της αξιοκρατίας αναφέρεται στο άρθρο 103 παρ. 7 Συντ. -το οποίο προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001- και αφορά μόνον την πρόσληψη των υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τη διάταξη: «Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας…». Επίσης, οι αρχές της αξιοκρατίας και της διαφάνειας εφαρμόζονται και στην υπηρεσιακή εξέλιξη και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων. Κατά την ορθότερη άποψη, οι εν λόγω αρχές θεμελιώνονται ερμηνευτικά στο συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 (αρχή ισότητας) και 5 παρ. 1 Συντ. (ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας), σε συνδυασμό με τη δημοκρατική αρχή (ιδίως άρθρο 1 παρ. 2 και 3 Συντ.) και την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.). Συγκεκριμένα, η αρχή της αξιοκρατίας αποτελεί πρωτίστως εξειδίκευση των αρχών της αναλογικής ισότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, ενώ η αρχή της διαφάνειας απορρέει ιδίως από την αρχή του κράτους δικαίου και συνιστά αναγκαίο παρακολούθημα της αρχής της αξιοκρατίας.
Τη συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της αξιοκρατίας αποδέχεται και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σύμφωνα με αυτή: «Η αρχή της αξιοκρατίας υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων», ενώ σε άλλες αποφάσεις του γίνεται λόγος για την «απορρέουσα από την αρχή της ισότητας δημοκρατική αρχή της σταδιοδρομίας εκάστου κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας». Κατά τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου η αρχή της αξιοκρατίας θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ.
Συμπερασματικά, μετά την εμπεριστατωμένη ανάλυση που προηγήθηκε, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι όποιες ενστάσεις για τη διαδικασία πρόσληψης των Ειδικών Φρουρών είναι νομικά αβάσιμες, γίνονται εκ του πονηρού και με ιδιοτέλεια και εάν κάποιος εμμένει σ’ αυτές, οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν σε βαθύτερα αίτια προσωπικών ή συντεχνιακών επιδιώξεων και εξυπηρέτησης ιδίων σκοπιμοτήτων ή στην ικανοποίηση νομικίστικων θεωριών, που μένουν πάντοτε ανικανοποίητες, υπό τοπρόσχημα ότι κάτι καλύτερο ή διαφορετικό θα μπορούσε να γίνει, το οποίο όμως ποτέ δεν είναι πρόχειροι να υποδείξουν ως την καταλληλότερη λύση.
Η απογύμνωση των Τμημάτων Τάξης η παταγώδης αποτυχία στελέχωσης, ανανέωσης υπηρεσιών καμπής για τα αστυνομικά και κοινωνικά χρονικά ,όπως η ΔΙ.ΑΣ και Δ.ΕΛ.Τ.Α, οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις η οικονομική κρίση επιβάλλουν καθιστώντας κάθε άλλο παρά ποτέ αναγκαία την πρόσληψη μάχιμου ένστολου προσωπικού, σε συνθήκες απόλυτης διαφάνειας και αξιοκρατίας, την πρόσληψη Ειδικών Φρουρών.