Υπόμνημα προς τον υπουργό απέστειλε το Σ.Ε.Φ.Ε.Α.Α. σχετικά με την άδικη μεταχείριση που υφίστανται οι Ειδικοί Φρουροί στη μοριοδότηση των μεταθέσεων, το οποίο και παραθέτουμε:
Αριθμ. Πρωτ. 124/10-12-2013 10 Δεκεμβρίου 2013
ΠΡΟΣ: κ. ΥΠΟΥΡΓΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
ΚΟΙΝ : – ΓΕΝΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
– ΑΡΧΗΓΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
– ΥΠΑΡΧΗΓΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
– ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟΥ/Α.Ε.Α.
– ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟ ΚΛΑΔΟΥ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
Κύριε Υπουργέ.
Κατ’ επανάληψη και από αναλήψεως των καθηκόντων σας έχουμε αναδείξει, προφορικά και με σχετικά υπομνήματά μας προς την Πολιτική και Φυσική μας Ηγεσία, την ανάγκη ισότιμης μεταχείρισης των Ειδικών Φρουρών με το υπόλοιπο αστυνομικό προσωπικό, μεταξύ άλλων και στον τομέα των μεταθέσεων, αναδεικνύοντας ως κυρίαρχο πρόβλημα τον υπολογισμό των ετών παραμονής μας στην Υπηρεσία για την επιμέτρηση των απαιτούμενων από το νόμο μορίων προς ικανοποίηση μετάθεσης.
Φρονούμε ότι είναι επιτακτική ανάγκη να επαναφέρουμε για πολλοστή φορά το ίδιο θέμα, καθόσον είναι ζωτικής σημασίας για εμάς, επιπροσθέτως δε επειδή δεν υπήρξε καμιά ανταπόκριση, θετική ή αρνητική, επί όσων εκθέσαμε σε σας και στο επιτελείο σας τις προηγούμενες φορές.
Στην προσπάθειά μας αυτή, δεν θα αναφερθούμε εκτενώς στις βασικές νομικές αρχές που πρέπει να διέπουν τη δράση της διοίκησης, όπως τη ισότιμης μεταχείρισης όλων των εργαζομένων στον Οργανισμό της Ελληνικής Αστυνομίας, της αναλογικότητας, της χρηστής διοίκησης, της εμπιστοσύνης στη δράση της και στις αποφάσεις της, της προστασίας της οικογένειας, της προσωπικότητας, της περιουσίας κ.λπ., κ.λπ., επειδή γνωρίζουμε ότι απευθυνόμαστε σε έγκριτους νομικούς, οι οποίοι κατ’ επανάληψη έχουν αποδείξει ότι γνωρίζουν άριστα το περιεχόμενό τους.
Επιλέξαμε συνειδητά να προσεγγίσουμε το μείζον για μας πρόβλημα των μεταθέσεών μας «επί ίσοις όροις» με το αστυνομικό προσωπικό, που κατέχει το βαθμό του αστυφύλακα, υπαρχιφύλακα και αρχιφύλακα μη παραγωγικής σχολής, βάζοντας τη γλώσσα στο μυαλό και στη λογική και όχι αναπτύσσοντας στείρα συνδικαλιστική όξυνση για την εξασφάλιση πρόσκαιρων ωφελημάτων.
Για μας δεν χωράει περιθώριο αμφισβήτησης ότι γνωρίζετε καλύτερα από κάθε άλλο υπηρεσιακό παράγοντα την ιστορική εξέλιξη και επαγγελματική διαδρομή των Ειδικών Φρουρών στο Σώμα και προφανώς ενθυμείστε ότι προσληφθήκαμε με μόρια και αυξημένα προσόντα, με διαδικασία ελέγχου μέσω ΑΣΕΠ, για την εξυπηρέτηση μιας σειράς υπηρεσιακών αναγκών. Η υπηρεσιακή μας πορεία, η αποδοτικότητα, η συνέπεια και η επαγγελματική μας κατάρτιση, κυρίως ενδουπηρεσιακή αλλά και εξωυπηρεσιακή, μας προσέδωσαν αυξημένο κύρος και αποτέλεσαν την αφορμή για περαιτέρω αξιοποίηση του εν λόγω ανθρώπινου δυναμικού, σε υπηρεσίες μείζονος σπουδαιότητας για το Σώμα, την αστυνόμευση και τους πολίτες. Παράλληλα, η ανάθεση πρόσθετων καθηκόντων στους Ειδικούς Φρουρούς, πολλαπλασίασε τους κινδύνους ζωής όλων των συναδέλφων είτε επιλέχθηκαν να υπηρετήσουν στις ομάδες ΔΙΑΣ και ΔΕΛΤΑ ή να επανδρώσουν ομάδες Τ.Α.Ε και ΕΚΑΜ, με αποτέλεσμα να έχουμε στις τάξεις μας αρκετούς Ήρωες, οι οποίοι όμως δεν είναι πλέον κοντά μας και κοντά στις οικογένειές τους. Συνεπώς, εξ αντικειμένου, οι Ειδικοί Φρουροί, από την κατάταξή τους και μέχρι μονιμοποίησή τους και την ένταξή τους στην Ελληνική Αστυνομία με το βαθμό του αστυφύλακα, υπηρετούν τον Οργανισμό με την ίδια αυταπάρνηση που το πράττουν και οι λοιποί συνάδελφοί μας, με τους οποίους προφανώς δεν μας χωρίζει τίποτα σε επίπεδο επαγγελματισμού, απόδοσης και διακινδύνευσης ζωής.
Δυστυχώς όμως μας χωρίζουν μίλια ολόκληρα ισότιμης αντιμετώπισης στο θέμα των μεταθέσεων. Η επιδίωξη μετάθεσης από κάθε υπάλληλο στον τόπο του, μετά από κάποια χρόνια παραμονής σε άλλο τόπο, θεωρούμε ότι είναι θεμιτή διεκδίκηση για την εξυπηρέτηση ατομικών, οικογενειακών, οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων.
Ποιοι λόγοι όμως επιβάλουν αυτή την επιδίωξη στον ενδιαφερόμενο. Μήπως ο βαθμός που κατέχει κάποιος, η νοσταλγία για τον τόπο του ή η ικανοποίηση ενός εγωιστικού απωθημένου έναντι άλλων συναδέλφων του. Μάλλον κανένας από τους λόγους αυτούς ή και τυχόν άλλους, δεν είναι τόσο σημαντικός, όσο και αν συμμετέχει στην προσπάθεια για επίτευξη του στόχου. Σημαντικότερος όλων θεωρούμε, πέραν πάσης αμφισβήτησης, ότι είναι ο λόγος που συνδέεται άρρηκτα με την εξυπηρέτηση των οικογενειακών αναγκών κάθε υπαλλήλου, που εμπεριέχουν ένα πλέγμα περισσότερων ζητημάτων και προβλημάτων που θα επιλυθούν με την μετακίνησή του στον τόπο συμφερόντων του. Η απαλλαγή για παράδειγμα του υπαλλήλου από το κόστος του ενοικίου, επειδή διαθέτει στον τόπο του ιδιόκτητη ή πατρική κατοικία, ο περιορισμός του κόστους ζωής στην επαρχία, η φροντίδα των γονέων, η ανατροφή των τέκνων του, η ποιότητα ζωής, η υπηρεσιακή εναλλαγή παραστάσεων και πολλά άλλα είναι ουσιώδη δεδομένα που επιτάσσουν την μετακίνησή του, εντός ευλόγου χρόνου από τον τόπο της υπηρεσίας του στον τόπο συμφερόντων του.
Εκ των ανωτέρω τεκμαίρεται μετά βεβαιότητας ότι δεν είναι ο κατεχόμενος βαθμός που επιβάλλει τη μετάθεση, ούτε η στολή, αλλά ο ανθρώπινος παράγοντας που είναι κοινός σε όλους μας είτε πρόκειται για αστυφύλακες προερχόμενους από ειδικούς φρουρούς, είτε για αστυφύλακες. Ο ανθρώπινος παράγοντας και τα κοινά προβλήματα επιβίωσης σε μια χρονική περίοδο που ο καθένας μετράει και το τελευταίο ευρώ. Μόνη σταθερή αξία πρέπει να παραμένει η δίκαιη και αξιοκρατική μετακίνηση ορισμένων, με ίσους όρους αξιολόγησης, έναντι όλων των αιτούντων, στις θέσεις που προκηρύσσονται κάθε φορά.
Ο νομοθέτης, όμως, το ζήτημα των μεταθέσεων των αστυνομικών και των αστυνομικών που προέρχονται από ειδικούς φρουρούς, δεν το ρύθμισε με βάση τη λογική που περικλείει ένα αίτημα μετάθεσης και οι σημαντικοί λόγοι που την επιτάσσουν, αλλά το ρύθμισε άδικα, άνισα και επ’ ωφελεία ορισμένων, με κριτήριο την προέλευση του προσωπικού και τα χρόνια υπηρεσίας στο βαθμό. Δηλαδή, ο νομοθέτης στην περίπτωση αυτή δέχθηκε άκριτα και όλως αδικαιολόγητα ότι ο ειδικός φρουρός, που προσλαμβάνεται για πέντε έτη επί θητεία, δεν υπηρετεί ισότιμα και με την ίδια διακινδύνευση ζωής με τον αστυφύλακα και εκ του λόγου αυτού τον αποκλείει από τη μοριοδότηση όλα αυτά τα έτη, ενώ θεωρώντας τον δεύτερο υπέρτερο του πρώτου, άγνωστο για πιο λόγο, τον πριμοδοτεί αναίτια και παράλογα με μόρια ακόμη και από τη θητεία του στη Σχολή Αστυφυλάκων, δίνοντας έτσι απροκάλυπτο προβάδισμα στον αστυφύλακα έναντι του αστυνομικού που προέρχεται από ειδικός φρουρός όταν έρθει η ώρα της διεκδίκησης μετάθεσης. Η παράλογη αυτή μοριοδότηση, καθιστά τον αστυφύλακα κυρίαρχο στην επίτευξη του στόχου του και τον επίσης αστυφύλακα από ειδικό φρουρό, φτωχό συγγενή που είναι πάντα στη λίστα αναμονής.
Βέβαια, είμαστε πεπεισμένοι ότι ο νομοθέτης δεν έδρασε στο σημείο αυτό κατά βούληση και δεν μας αδίκησε κατάφωρα εν γνώσει του. Κάποιοι παράγοντες, επηρέασαν εκ των έσω το σκεπτικό του και οδήγησαν στην έκδοση αυτής της τερατώδους ρύθμισης. Κάποιοι παράγοντες που συνήθιζαν να επηρεάζουν τις εξελίξεις μόνο υπέρ τους, ανεξάρτητα από το κακό που δημιουργούν στους υπόλοιπους εργαζόμενους στον ίδιο χώρο δουλειάς, κάτω από τις ίδιες συνθήκες, με την ίδια επικινδυνότητα και τα ίδια δάκρυα λύπης ενώπιον των θυμάτων του καθήκοντος. Είναι όμως καιρός να ανοίξουμε μάτια και αυτιά, νου και λογική και να δούμε και να αφουγκραστούμε τις ώριμες συνθήκες που διαμορφώνονται πλέον για την επίλυση του ζητήματος αυτού.
Κύριε Υπουργέ.
Επειδή οι διατάξεις του άρθρου 3 του Π.Δ. 100/2003, που ρυθμίζουν το θέμα του υπολογισμού των μορίων για τις μεταθέσεις των αστυνομικών με βάση το χρόνο συνολικής υπηρεσίας, είναι παρωχημένες, άδικες και λίαν διχαστικές.
Επειδή οι καιροί απαιτούν σύμπνοια, συναδελφικότητα, αξιοκρατία και ισότιμη μεταχείριση.
Επειδή η αδικία και η σκοπιμότητα δεν πρέπει είναι μέρος των μεθόδων διοίκησης ενός Οργανισμού, που μοναδικό καθήκον έχει την τήρηση του νόμου και την απονομή δικαίου στα μέλη της κοινωνίας.
Επειδή οι ανάγκες όλων των ένστολων της Ελληνικής Αστυνομίας είναι ίδιες και εμφανίζονται με την ίδια ένταση στο περιβάλλον του κάθε ενδιαφερόμενου.
Επειδή η παροχή υπηρεσίας, από την πρώτη ώρα της κατάταξή μας στο Σώμα, μέχρι τη μονιμοποίησή μας, δεν διαφοροποιείται σε ποιότητα, αξία, διακινδύνευση, αποτελεσματικότητα και επίδοση από εκείνη των δοκίμων και μετέπειτα αστυφυλάκων, ώστε να μας στερεί υποκριτικά τα χρόνια αυτά από την ισότιμη μοριοδότηση.
Επειδή κάποιοι υποκειμενικοί άδικοι κατ’ εμάς λόγοι, επέβαλαν την πρόσθετη μοριοδότηση των δοκίμων αστυφυλάκων με δύο επιπλέον μόρια ανά εξάμηνο, αμέσως μόλις αποφασίσθηκε η «αστυφυλακοποίησή» μας και οι μονομερείς αποφάσεις γενικότερα είναι άκαιρες, αναποτελεσματικές και διχαστικές.
Επειδή η συναδελφικότητα, η αξιοκρατία και η δικαιοσύνη πρέπει να πρυτανεύσουν.
Επειδή η υποχρέωση ίσης μεταχείρισης ομοίων κατηγοριών εργαζομένων επιβάλλεται δεσμευτικά από το Σύνταγμα.
Επειδή ο αγώνας μας είναι κοινός με εκείνον των λοιπών ενστόλων, η αποτελεσματικότητα στόχος και η δικαίωση στάση ζωής και ηθικό πλεονέκτημα του ανθρώπινου δυναμικού, που γνωρίζει ότι μπορεί να βασισθεί στις δίκαιες αποφάσεις της Διοίκησης.
Σας παρακαλούμε θερμά όπως μεριμνήσετε για την τροποποίηση της ισχύουσας ρύθμισης του 3ου εδαφίου της παρ. 3 του άδικου και αναχρονιστικού άρθρου 13 του ν. 3686/2008 [Α΄-158], με την εξής νέα ρύθμιση: «Κατά τις μεταθέσεις, για τον υπολογισμό των αντικειμενικών κριτηρίων (μόρια) του άρθρου 3 του π.δ. 100/2003, ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας υπολογίζεται από την ημερομηνία πρόσληψής τους, ενώ ο προβλεπόμενος από το άρθρο 12 του ίδιου προεδρικού διατάγματος ελάχιστος χρόνος για την υποβολή αίτησης μετάθεσης υπολογίζεται από την ημερομηνία μονιμοποίησης», προκειμένου να υπάρξει ισότιμη μεταχείριση στις μεταθέσεις μερίδας ένστολων των οποίων προΐστασθε πολιτικά.
Για το Δ.Σ
–O– –O–
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΝΤΟΥΜΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΦΑΝΑΡΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ