Το σωματείο μας με υπόμνημά του στον υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη το οποίο παραθέτουμε αυτοτελές, ζητά τη συμμετοχή ενός τουλάχιστον μέλους του στο Α/βάθμιο και Β΄/θμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, καθότι αυτή τη στιγμή οι εμπλεκόμενοι/κατηγορούμενοι Ειδικοί Φρουροί δεν εκπροσωπούνται στα ανωτέρω Π.Σ.
ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ :
ΠΡΟΣ κ. Υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη ΚΟΙΝ.: 1. κ. Γενικό Γραμματέα Υπουργείου Δημόσιας Τάξης 2. κ. Αρχηγό Ελληνικής Αστυνομίας 3. κ. Δ/ντή Δ/νσης Οργάνωσης – Νομοθεσίας/Α.Ε.Α. 4. κ. Δ/ντή Δ/νσης Αστυνομικού Προσωπικού/Α.Ε.Α. 5. κ.κ. Προέδρους Α΄/θμίου και Β΄/θμίου Π/Σ
Οι Ειδικοί Φρουροί, που αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, διέπονται, όπως είναι γνωστό, από το ίδιο Πειθαρχικό Δίκαιο, που διέπει και το αστυνομικό προσωπικό [Π.Δ. 120/2008].
Παρά το αναμφισβήτητο όμως αυτό γεγονός, το εν λόγω Δίκαιο εμπεριέχει ρυθμίσεις που δεν αντιμετωπίζουν ομοιόμορφα, ισότιμα και ισόνομα όμοια ζητήματα, αφού προβλέπουν διαφορετική μεταχείριση του αστυνομικού προσωπικού και διαφορετική των Ειδικών Φρουρών, δεδομένου ότι εισάγει ρυθμίσεις υπέρ των πρώτων και εξαιρέσεις σε βάρος των λοιπών ιδιαίτερων κατηγοριών προσωπικού.
Ειδικότερα, στη διάταξη της παρ. 4, εδάφ. [α΄] και [β΄], του άρθρου 34 του Π. Δ/τος 120/2008, αναφέρεται ρητά ότι τα Α΄/θμια και Β΄/θμια Πειθαρχικά Συμβούλια Αθηνών και Θεσσαλονίκης συγκροτούνται, μεταξύ άλλων και από δύο [2] Αξιωματικούς, που προτείνονται από τα Διοικητικά Συμβούλια των Ομοσπονδιών των συνδικαλιστικών ενώσεων των αξιωματικών και αστυνομικών υπαλλήλων, αφήνοντας εκτός διαδικασίας τους ανήκοντες σε άλλη Ομοσπονδία, Σωματεία και Ενώσεις, όπως είναι αυτές των Ειδικών Φρουρών και των Συνοριακών Φυλάκων.
Σύμφωνα με την αρχή της ισότητας που καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, τόσο ο κοινός νομοθέτης, όσο και η Διοίκηση, όταν ασκεί την κανονιστική της αρμοδιότητα, δύνανται να ρυθμίζουν κατά ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις ή σχέσεις, λαμβανομένων υπόψη των συναφών με αυτές κοινωνικών, οικονομικών, επαγγελματικών ή άλλων συνθηκών. Οφείλουν όμως να προβαίνουν στην σχετική ρύθμιση επί τη βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση, είτε με την μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεόμενου με αξιολογικά κριτήρια, είτε με την μορφή επιβολής αδικαιολογήτου επιβαρύνσεως, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων, που τελούν υπό διαφορετικές ή αντιθέτως την διαφορετική μεταχείριση των αυτών ή παρομοίων καταστάσεων.
Εάν κατά τον έλεγχο της εφαρμοστέας διατάξεως, διαπιστωθεί παράβαση της αρχής της ισότητας, που συνίσταται στην θέσπιση ειδικής ρυθμίσεως ευνοϊκής για ορισμένη κατηγορία προσώπων, από την οποία αποκλείσθηκαν ρητά ή σιωπηρά πρόσωπα που ανήκουν στην ίδια κατηγορία στην οποία αναφέρεται η σχετική ρύθμιση, τότε, ο κοινός νομοθέτης ή η Διοίκηση οφείλουν να προβούν σε επέκταση της εφαρμογής της ειδικής ρυθμίσεως και στην κατηγορία των προσώπων που αποκλείσθηκαν. Ο νομοθέτης οφείλει, δηλαδή, κατά το Σύνταγμα, να ρυθμίζει με ίσο τρόπο, υπάγοντας σε γενικούς και απρόσωπους κανόνες, τις όμοιες καταστάσεις, σχέσεις ή κατηγορίες προσώπων και να εξασφαλίζει ίση μεταχείριση σε όλους όσους βρίσκονται σε όμοια κατάσταση και άνιση σε όσους τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες. Ίση ρύθμιση σημαίνει όμοια μεταχείριση των ομοίων και ανόμοια (αναλογική) των ανομοίων. Η συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότητα του νόμου νοείται, επομένως, ως ισότητα αναλογική. Άρα αυτή παραβιάζεται τόσο στην περίπτωση, που ουσιωδώς όμοιες σχέσεις ή καταστάσεις γίνονται αντικείμενο διαφορετικής ή άνισης ρύθμισης, όσο και στην περίπτωση που ουσιαστικά διάφορες, ανόμοιες ή άνισες καταστάσεις υπάγονται στην ίδια ρύθμιση. Η νομική ισότητα δηλαδή αποκλείει, κατ’ αρχήν, την ισοπεδωτική (ή μαθηματική όπως λέγεται) ισότητα και επιβάλλει τη διαφοροποιητική ή αναλογική νομοθετική μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων και σχέσεων. Άρα απαγορεύει όχι μόνο την άνιση μεταχείριση ομοίων περιπτώσεων με την καθιέρωση προνομίων ή εξαιρέσεων από το γενικό κανόνα βασισμένων σε αυθαίρετα κριτήρια, αλλά και την ισοπέδωση, δηλαδή την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές πραγματικές ή νομικές συνθήκες με βάση εντελώς τυπικά ή συμπτωματικά στοιχεία. Εκ κατακλείδι, ο νομοθέτης οφείλει να μεταχειρίζεται ομοιόμορφα τις κατηγορίες προσώπων που βρίσκονται υπό τις ίδιες συνθήκες και να αποφεύγει την άνιση μεταχείριση ομοίων καταστάσεων με τη θέσπιση αδικαιολόγητων ευμενών ή δυσμενών ρυθμίσεων και προνομιακών καταστάσεων. Η διαφορετική, επομένως, μεταχείριση –με βάση αντικειμενικά και γενικά κριτήρια [ΑΠ 49/1987]- κατηγοριών προσωπικού που τελούν υπό την ίδια νομική και πραγματική κατάσταση, όχι μόνο προσβάλλει την αρχή της ισότητας, αλλά δεν την πραγματώνει σε ουσιαστικό επίπεδο.
Ειδικότερα, οι ως άνω διατάξεις του Πειθαρχικού Δικαίου πλήττουν ευθέως την αρχή της ισότητας, επιφυλάσσοντας δυσμενέστερη μεταχείριση και μάλιστα σε ιδιαίτερο βαθμό, των παραπεμπόμενων ενώπιον των Πειθαρχικών Συμβουλίων Ειδικών Φρουρών, σε σχέση με τους αστυνομικούς, με τους οποίους τελούμε υπό τις αυτές συνθήκες (κατά την άσκηση των καθηκόντων μας, τις υποχρεώσεις μας και το εφαρμοστέο δίκαιο), με συνέπεια, η μη εκπροσώπησή τους, να συνιστά κατάφωρη διάκριση σε βάρος μας και να θεμελιώνει κατάσταση ανισότητας προσώπων τελούντων υπό τις αυτές συνθήκες.
Κατά τούτο, η με τον ως άνω τρόπο ανατροπή της υπηρεσιακής μας αντιμετώπισης παραβιάζει ευθέως τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 4του Συντάγματος, καθιστώντας την εν λόγω ρύθμιση αντισυνταγματική και εξ αυτού ακυρωτέα.
Η Αστυνομία, κατά γενική αποδοχή, δεν είναι μόνο ένας απλός θεσμός της Πολιτείας, αλλά συμβαίνει να είναι, όπως και η δικαιοσύνη, ένας από τους πιο ευαίσθητους κλάδους της κρατικής μηχανής. Ένας κλάδος, η λειτουργία του οποίου δε συμβιβάζεται με χαλαρούς κανόνες οριοθέτησης αξιοκρατικών κριτηρίων, ούτε μετην συνήθως προβλεπόμενη ρύθμιση της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας και εξασφάλιση της τήρησής της με τη διαδικασία και τις εγγυήσεις που προβλέπονται στον υπόλοιπο δημόσιο τομέα. Απαιτείται, γενικότερα, ένα υγιές υπηρεσιακό περιβάλλον, όπου η διαφάνεια των κανόνων εκδίκασης των πειθαρχικών υποθέσεων του προσωπικού της, η μη διάκριση του προσωπικού σε «καλό» και «κακό», η κατανομή και εξειδίκευση των καθηκόντων και υποχρεώσεων όλων, η πρόβλεψη ενός ιεραρχικού και πειθαρχικού ελέγχου κατάλληλα προσαρμοσμένου στις ιδιάζουσες συνθήκες της δημόσιας αστυνόμευσης, καθώς και η συνειδητοποίηση του ρόλου που αντιστοιχεί στον κάθε κατέχοντα βαθμό και θέση στα πλαίσια της ιεραρχίας, να μην καταλείπουν κενά ή έδαφος παρερμηνειών ή κακοπιστίας. Ο ρόλος, συνεπώς που αντιστοιχεί στον κάθε αστυνομικό πρέπει να είναι σαφής και αυστηρά προδιαγεγραμμένος στα πλαίσια μιας ιεραρχίας, με κυρίαρχα στοιχεία την αξιοκρατία, τη συνοχή, την αποτελεσματικότητα και την πειθαρχεία.
Χαρακτηριστικό λοιπόν γνώρισμα της οργανωτικής συγκρότησης της Ελληνικής Αστυνομίας αποτελεί, μεταξύ άλλων, και η καθιέρωση ενός δίκαιου συστήματος εκδίκασης των πειθαρχικών υποθέσεων, με προεξάρχον στοιχείο, στα πλαίσια της επιβαλλόμενης ισονομίας και αξιοκρατίας που οδηγεί και στην αναμφισβήτητη αποδοχή της απόφασης από τον εκάστοτε εγκαλούμενο (Ειδικό Φρουρό), την ισότιμη μεταχείρισή του με το λοιπό αστυνομικό προσωπικό, τηρώντας (η Διοίκηση) απαρέγκλιτα και ισότιμα όλες τις εγγυήσεις που απολαμβάνει το αστυνομικό προσωπικό. Εν προκειμένω, όπως προαναφέρθηκε, με τη στέρηση του δικαιώματος παράστασης των αιρετών εκπροσώπων τους ενώπιον του Π/Σ, πέραν της παραβίασης της συνταγματικής αρχής της ισότητας, καταλύεται και η αρχή της εμπιστοσύνης, ως προαπαιτούμενο και νόμιμο στοιχείο κρίσης, με την ρητή άρνηση της Υπηρεσίας να μας επιτρέψει το αυτονόητο, καθόσον τα μέλη μας δεν εμπιστεύονται την κρίση των εκπροσώπων των αστυνομικών στον ίδιο βαθμό που εμπιστεύονται τους συναδέλφους που εκλέγουν με την ψήφο τους για να τους εκπροσωπούν.
Επίσης η αρχή της αναλογικότητας έχει συνταγματική ισχύ. Η αναθεώρηση του 2001, την διακήρυξε ρητά στο άρθρο 25παρ. 1 εδ. 4 του Συντάγματος. Το άρθρο 25παρ. 1 αντανακλώντας σε μεγάλο βαθμό τις κυρίαρχες ερμηνευτικές προσεγγίσεις της συνταγματικής ρυθμίσεως, που είχαν υποστηριχθεί και πριν την τελευταία αναθεώρηση, περιέλαβε στο εδ. δ΄ ότι «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματααυτά (τα δικαιώματα του ανθρώπου) πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».
Στο πεδίο του διοικητικού δικαίου η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί ειδικότερη αρχή συνταγματικής προέλευσης, δηλαδή στοιχείο της αρχής της νομιμότητας που διέπει τη δράση της Διοίκησης. Εφαρμόζεται κυρίως επί πράξεων διακριτικής εξουσίας και συνιστά «περιορισμό της υπό των διοικητικών οργάνων ασκήσεως αυτής». Κατά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους της διοικήσεως ελέγχεται κατά πόσο το μέτρο της διοικήσεως ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της εννοίας της αναλογικότητας, αφού η Διοίκηση έχει τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων λύσεων. Εδώ η αρχή της αναλογικότητας δρα ως ακραίο όριο της διακριτικής ευχέρειας.
Στο πλαίσιο της δεσμίας διοικήσεως η αρχή της αναλογικότητας εξετάζεται αν το μέσο που θα χρησιμοποιήσει προδιαγράφεται από το νόμο, αν είναι κατ’ αρχήν κατάλληλο, αναγκαίο και ανάλογο. Όσον αφορά τη νομοθετική λειτουργία η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κριτήριο για τη συνταγματικότητα των νομοθετικών διατάξεων.
Επιπλέον σημαίνει τιπρέπει να απέχει από την επιβολή δυσανάλογων περιορισμών στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, που υπερβαίνουν το ανταποκρινόμενο στην αρχή της αναλογικότητας μέτρο.
Επίσης η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί αντικείμενο έρευνας σε περισσότερα επίπεδα.
Ειδικότερα: Σε επίπεδο δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και το άρθρο 93 παρ. 4 (άρα και ελέγχου της μη παραβίασης, της κατά το άρθρο 25 παρ. 1 αρχής από τον κοινό νομοθέτη), διότι ο δικαστής ασκεί έλεγχο των επιλογών του νομοθέτη και έλεγχο αναλογικότητας των επιβαλλομένων με αυτές περιορισμών στην άσκηση δικαιωμάτων που έχουν τελική αναφορά στο σύνταγμα.
Επίσης σε επίπεδο ελέγχου της νομιμότητας διοικητικών πράξεων, για τις οποίες η διοίκηση έχει διακριτική ευχέρεια και η ευχέρεια της υπόκειται κατά νόμο στην αρχή της αναλογικότητας.
Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο θεμελιώνει την αρχή της αναλογικότητας απευθείας στην παρ. 2 του άρθρου 8 έως 11 της συνθήκης της Ρώμης και του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου. Η αρχή περιλαμβάνεται και στο άρθρο 52 παρ. 1 εδ. β΄ του χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ε.Ε. «τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπονται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού συμφέροντος, που αναγνωρίζει η ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των κρατών».
Η ρυθμίσεις του άρθρου 34 του Π. Δ/τος 120/2008, εκ των πραγμάτων ως επιδιωκόμενο σκοπό θέτουν (ή όφειλαν να θέτουν) την εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας και δι’ αυτής τη θεραπεία του δημοσίου συμφέροντος. Ο επιδιωκόμενος με τις επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις σκοπός παρίσταται επαχθέστατος για εμάς τους Ειδικούς Φρουρούς και δυσμενής για το δημόσιο συμφέρον, αφού επιδιώκεται η επίτευξή του, με τα επαχθέστερα δυνατά αποτελέσματα και μέτρα σε βάρος ημών ως οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας, ενώ διαφορετική αντιμετώπιση επιφυλάσσει για το αστυνομικό προσωπικό.
Ειδικότερα στην κρισιολογούμενη περίπτωση, δεν υφίσταται αναλογία των ουσιαστικών και τυπικών προϋποθέσεων ημών σε σχέση με τις ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις των συναδέλφωνα μας αστυνομικών, δεδομένου ότι αφενός μεν παρακάμπτονται τόσο η εμπειρία μας σε θέματα Πειθαρχικού Δικαίου και τα ουσιαστικά μας προσόντα στην κατανόηση των ζητημάτων αυτών, ώστε να πλήττεται ευθέως το έννομο αγαθό της ηθικής και νομικής συμπαράστασης στους συναδέλφους μας, αφετέρου δε προκρίνονται και προσκαλούνται έναντι ημών, για την εκδίκαση πειθαρχικών υποθέσεων ενώπιον των Π/Σ, συνάδελφοι που στερούνται της ψυχικής επαφής και της εμπιστοσύνης με τους κρινόμενους.
Είναι προφανές και εκ των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ότι οι παραπεμπόμενοι συνάδελφοί μας, δεν εκπροσωπούνται και δεν τυγχάνουν της ίδιας συμπαράστασης, έστω και ηθικής, από τους αιρετούς εκπροσώπους των αστυνομικών, ειδικότερα επειδή αυτοί είναι Αξιωματικοί.
Ως πρώτη ύλη στην ελληνική διοικητική νομοθεσία ενυπάρχει η ηθική του νομοθέτη που τη δημιούργησε. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, προς διαπαιδαγώγηση της Διοικήσεως στην ορθή και τίμια εφαρμογή του Νόμου, αναδεικνύει την ηθική αυτή και την αξιοποιεί προσδίδοντάς την νομική μορφή δια μέσου των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Το φαινομενικά πολύπλοκο νομολογιακό οικοδόμημα των γενικών αρχών συντίθενται στην πραγματικότητα από τις αξιώσεις που απορρέουν εκ των ηθικών βάσεων της διοικητικής νομοθεσίας.
Στις πρώτες αποφάσεις το Δικαστήριο δεν δίστασε να αναφέρεται ευθέως στην επιταγή αγαθότητας, δικαιοσύνης και χρηστότητας της Διοικήσεως(πρβλ. Σ.τ.Ε. 412/1932, 86/1933). Η επιταγή αυτή, στο πλαίσιο της νομολογιακής εξέλιξης που επακολούθησε, μεταλλάχθηκε σε συγκεκριμένες γενικές αρχές, κατάλληλες για νομική χρήση. Δεν έπαψε όμως να υφίσταται, όσο και αν η καθαρώς ηθική της φύση προσέλαβε φυσιογνωμία θετικών νομικών κανόνων. Το Συμβούλιο της Επικρατείας εξακολουθεί, δια των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, να αναγάγει την αποσπασματικότητα των διοικητικών νόμων στη γενικότητα των ηθικών αρχών, υποβάλλοντας τη Διοίκηση στην ηθική μιας δημοκρατικής κοινωνίας.
Πλήθος μερικότερων γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου πηγάζει από τη δημοκρατική αρχή δράσεως του Κράτους και το σεβασμό του διοικουμένου. Η αρχή της φανερής δράσης της Διοίκησης, η επιταγή του προσιτού των δημόσιων υπηρεσιών σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες, η αρχή της αιτιολογίας των διοικητικών πράξεων, δυνάμει της οποίας επιβάλλεται όπως ο διοικούμενους γνωρίζει τους λόγους της διοικητικής ενέργειας, η αρχή της προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων, η αρχήτης αποφυγής χρήσης βίαιων μέσων, η αρχή της ενημέρωσης του διοικουμένου για τα μέσα ενδικοφανούς προστασίας πουδιαθέτει, η αρχή της αξιοκρατίας, η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, συνιστούν όλες μερικότερες εκδηλώσεις της βασικής ηθικής αρχής ότι η Διοίκηση δεν είναι αυθεντία, αυτοσκοπός ή κάτι το ξένο έναντι της κοινωνίας, αλλά ότι υπάρχει για να υπηρετεί το κοινωνικό σύνολο, οριοθετούμενη, σε μια δημοκρατική κοινωνία, από την επιταγή σεβασμού του διοικουμένου.
Ο υπέρτατος σκοπός της διοικητικής δραστηριότητας είναι η προστασία του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή η υπηρεσία των γενικότερων συμφερόντων των πολιτών. Η προστασία του δημόσιου συμφέροντος αποτελεί γενική ερμηνευτική αρχή των διοικητικών νόμων, δυνάμει της οποίας προσδίδεται νοηματικό και κανονιστικό περιεχόμενο στις νομοθετικές ρήτρες δια των οποίων αναγνωρίζεται στη Διοίκηση διακριτική ευχέρεια. Με αυτά τα δεδομένα η θεραπεία του δημόσιου συμφέροντος συνάπτεται με την ακολουθία μιας ορθολογικής συμπεριφοράς από τη Διοίκηση.
Εν προκειμένω, με τη διαφαινόμενη απαγόρευση, πλήττεται το δημόσιο συμφέρον, διότι καταλύονται και παρακάμπτονται οι βασικές αξίες κατοχύρωσης των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των μελών του Σωματείου μας, ήτοι ιδιότητες που μορφοποιούν το στοιχείο της εμπιστοσύνης, η οποία οικοδομείται και θεμελιώνεται στο επίπεδο των απαιτήσεων κάθε μέλους προς τον εκπρόσωπό του, ενώ τα μέλη των Ενώσεων και Ομοσπονδιών των αστυνομικών απολαμβάνουν τα ευεργετήματα του νόμου.
Επομένως, η προαναφερόμενη ρύθμιση, ως αντικείμενη και στην αρχή της χρηστής διοίκησης, αλλά και στις πρόνοιες του δημοσίου συμφέροντος, πρέπει να ερμηνευθεί ευρύτερα και να συμπεριλάβει και εμάς στα μέλη της σύνθεσης των Π/Σ, επιτρέποντας τη νόμιμη παρουσία μας. Άλλωστε μια τέτοια εκδοχή δεν έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα άλλων εργαζομένων στην Ελληνική Αστυνομία, δεδομένου ότι ζητάμε την παρουσία μας μόνο κατά την εκδίκαση των υποθέσεων των Ειδικών Φρουρών.
Στην κρισιολογούμενη περίπτωση, επιβάλλεται κατά την άποψή μας, από πλευράς Διοίκησης να υπάρξει άμεση εφαρμογή των Αρχών του Διοικητικού Δικαίου και των προαναφερομένων συνταγματικών προνοιών και αξιώσεων. Κατά τα λοιπά ως ομοθυμαδόν δέχεται η θεωρία, στην περίπτωση κατά την οποία ρυθμίσεις αυστηρού δικαίου κατατείνουν να είναι αντίθετες «προς τον σκοπό για τον οποίο ετέθησαν» τότε «απαιτείται άμεση εφαρμογή του Συντάγματος, δεδομένου ότι υπ’ αυτή την έννοια τηρείται το Σύνταγμα».
Στην περίπτωσή μας, αναφερόμαστε στο ατομικό δικαίωμα της δίκαιης δίκης, όπως αυτό ιδρύεται από τις αυστηρές διατάξεις του Συντάγματος. Διακρίνουμε την δομική νομική διαφορά, η οποία υφίσταται μεταξύ των κλασσικών (ατομικών) δικαιωμάτων του status hgativus και των κοινωνικών δικαιωμάτων του status prositivus. Στην πρώτη περίπτωση του status hgativus η Κρατική εξουσία δεν κωλύει την άσκηση του δικαιώματος. Η συνταγματική εγγύηση διασφαλίζει το status, δεν το ιδρύει. Αντιθέτως το περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων που αφορά το status prositivus, συνιστά υποχρέωση του Κράτους να εξασφαλίζει το δικαίωμα. Οι κατά παράβαση των Αρχών της ισότητας και των προνοιών της αρχής της αναλογικότητας ρυθμίσεις επιβάλλουν στη Διοίκηση να στοιχηθεί στην Αρχή του status prositivus και να εφαρμόσει αμέσως τις Συνταγματικές διατάξεις.
Τούτων δοθέντων κ. Υπουργέ, και επειδή η εξαίρεσή μας από τη δυνατότητα παράστασής μας ενώπιον των Πειθαρχικών Συμβουλίων, κατά την εκδίκαση υποθέσεων μελών του Σωματείου μας, δεν δικαιολογείται θετικά και πραγματικά από επιτακτικούς ή αποχρώντες λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, το αίτημά μας προβάλλεται ισχυρό, επίκαιρο, επιτακτικό και με τον πλέον επίσημο τρόπο προς τη Διοίκηση και αφορά, στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης, την άμεση διευθέτηση του νομικού κενού με την έκδοση σχετικής διορθωτικής ερμηνείας για την παροχή νόμιμης δυνατότητας συμμετοχής μας, υπό τις ίδιες ουσιαστικές προϋποθέσεις που συμμετέχουν οι εκπρόσωποι των αστυνομικών, με ένα τουλάχιστον μέλος του Δ. Σ. του Σωματείου μας, ενώπιον των Α/θμίου και Β΄/θμίου Π/Σ Αθηνών και Θεσσαλονίκης, όταν εκδικάζονται υποθέσεις με εμπλεκόμενο/κατηγορούμενο Ειδικό Φρουρό, αποτρέποντας έτσι τη δικαστική συνέχιση της υποθέσεως αυτής ενώπιον των ακυρωτικών δικαστηρίων.
Για το Δ.Σ
–O– –O–
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΝΤΟΥΜΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΦΑΝΑΡΙΩΤΗΣΙΩΑΝΝΗΣ