ΕΛΛΗΝΙΚΗ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ∆ΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΛΑ∆ΟΣ ∆ΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ∆ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ-ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΤΜΗΜΑ 2o ΕΠΙΤΕΛΙΚΟΥ ΣΧΕ∆ΙΑΣΜΟΥ Π. Κανελλοπούλου 4 – 101 77 ΑΘΗΝΑ Αρµόδιος: Α/Υ ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ Γεώργιος Τηλέφωνο: 210 6916719 Αριθ. Πρωτ: 7100/22/4α |
ΠΡΟΣ: Όλες τις Υπηρεσίες |
ΘΕΜΑ: Οι προσαγωγές ατόµων ως προληπτική και κατασταλτική ενέργεια στην άσκηση της αστυνοµικής αρµοδιότητας.
1. Στη σύγχρονη κοινωνική πραγµατικότητα ο αστυνοµικός καλείται να λειτουργήσει µέσα από συλλογικές διαδικασίες που στηρίζονται στη συνεργασία Αστυνοµίας και κοινωνίας. Ο ρόλος του καθίσταται πλέον πολυδιάστατος, πολύµορφος και καθοριστικός, ώστε να επιβάλλεται η προώθηση σύγχρονων µορφών αστυνόµευσης, επικεντρωµένων στην επίλυση των προβληµάτων της καθηµερινότητας των τοπικών κοινωνιών και η εφαρµογή τακτικών και πρακτικών, ικανών να αυξήσουν την αποτελεσµατικότητά του, µε απόλυτο πάντα σεβασµό στα δικαιώµατα των πολιτών.
2. H πρακτική της προσαγωγής πολιτών στο αστυνοµικό κατάστηµα προς εξακρίβωση της ταυτότητάς τους και συλλογή στοιχείων προς διερεύνηση τυχόν τελεσθέντος ή αποτροπή προπαρασκευαζοµένου εγκλήµατος, προβλέπεται από το άρθρο 74 παρ. 15 περ. θ΄ του Π.∆.141/1991, όπου ορίζεται ότι ο αστυνοµικός σκοπός ‘‘Οδηγεί στο αστυνοµικό κατάστηµα για εξέταση άτοµα τα οποία στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή τα οποία, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περιστάσεων και της συµπεριφοράς τους δηµιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληµατικής ενέργειας’’.
Στη συνέχεια της ίδιας διάταξης ορίζεται ότι ‘‘Τα προσαγόµενα στο αστυνοµικό κατάστηµα άτοµα δέον όπως µη παραµένουν σ΄ αυτό πέραν του χρόνου, ο οποίος είναι απολύτως αναγκαίος για τον σκοπό για τον οποίο προσήχθησαν’’. Περαιτέρω, από το άρθρο 95 παρ. 1 του ιδίου Π.∆. προβλέπεται ότι ‘‘Σε περίπτωση διάπραξης οποιουδήποτε εγκλήµατος, η Ελληνική Αστυνοµία οφείλει να επιλαµβάνεται, σύµφωνα µε τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας, για τη βεβαίωσή του, τη συλλογή των αποδείξεων και πειστηρίων, την αναζήτηση και σύλληψη του δράστη και την παράδοσή του στην αρµόδια δικαστική αρχή. Προς τούτο δύναται η Αστυνοµία να προσκαλεί ή προσάγει, για εξέταση στα Αστυνοµικά καταστήµατα τα άτοµα, για τα οποία υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ότι ενέχονται στη διάπραξη του εγκλήµατος’’.
3. Από το άρθρο 96 παρ. 3 του Π.∆. 141/1991 προβλέπεται ότι ‘‘Σωµατικές έρευνες, έρευνες σε µεταφορικά µέσα και µεταφερόµενα αντικείµενα και έρευνες σε ιδιωτικούς χώρους µη προσιτούς στο κοινό που δεν υπάγονται στην έννοια της κατοικίας, γίνονται όταν υπάρχει σοβαρή υπόνοια τελέσεως αξιοποίνου πράξεως ή απόλυτη ανάγκη’’. Επίσης, σύµφωνα µε το άρθρο 119 περιπτ. δ΄ του ιδίου Π.∆. ‘‘ Όταν υπάρχει υπόνοια φυγής, ένεκα της προηγούµενης διαγωγής ή της συµπεριφοράς που δείχνει το πρόσωπο που συλλαµβάνεται, δεσµεύεται µε χειροπέδες, για την πρόληψη απόδρασης’’.
4. Όπως είναι γνωστό, από λειτουργική άποψη, η Αστυνοµία διακρίνεται σε διοικητική και δικαστική. Η πρώτη, πέραν από την άσκηση καθαρώς διοικητικών καθηκόντων (εφαρµογή κανόνων διοικητικού δικαίου), έχει ως έργο την πρόληψη του εγκλήµατος. Ενεργεί λοιπόν, έξω από τη σφαίρα της ποινικής δικαιοδοσίας της Πολιτείας. Η δεύτερη ασκεί καθήκοντα ανακριτικά (προκαταρκτική εξέταση και προανάκριση), όπως αυτά προσδιορίζονται στο άρθρο 251 του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας, µε σκοπό τη ‘‘συλλογή και διατήρηση των αποδείξεων και προς εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήµατος’’. Αναπτύσσει δηλαδή, τη δραστηριότητά της στο πεδίο της καταστολής του εγκλήµατος, γι’ αυτό και ο χαρακτήρας της είναι οιονεί δικαστικός, αφού προετοιµάζει την πληρέστερη και ασφαλέστερη άσκηση της δικαιοδοσίας των ποινικών δικαστηρίων.
5. Στο πλαίσιο άσκησης της προληπτικής δραστηριότητας της Ελληνικής Αστυνοµίας, για την αποτελεσµατική πρόληψη, είναι αναγκαίο να παρέχεται στο προσωπικό της σηµαντικό πεδίο ελιγµών και πρωτοβουλιών κατά την εκτέλεση της αποστολής της. Η µορφή µε την οποία εκδηλώνεται συνήθως, η ως άνω προληπτική δράση της Αστυνοµίας έχει το χαρακτήρα σωµατικών ερευνών, ερευνών µεταφορικών µέσων, ελέγχου προσώπων ή χώρων κ.λ.π. Σε κάθε περίπτωση όµως, οι ενέργειες των οργάνων της διέπονται από την αρχή της νοµιµότητας (άρθρα 103 παρ. 1 και 120 παρ. 2 Συντάγµατος). Η αστυνοµική εξουσία δε νοείται ως αυτοτελής ή αυτόνοµη, ούτε ισχύει το δόγµα ‘‘ο σκοπός αγιάζει τα µέσα’’. Κάθε δηµοκρατικό κράτος δικαίου αυτοκαθορίζει τους κανόνες βάσει των οποίων δρουν τα όργανά του. Βασική προϋπόθεση ύπαρξης και λειτουργίας του δηµοκρατικού κράτους δικαίου θεωρείται, µεταξύ άλλων, η αναγνώριση ατοµικών και κοινωνικών δικαιωµάτων υπέρ των πολιτών (άρθρο 4 κ.επ. Συντάγµατος). Ειδικότερα, οι αστυνοµικοί έλεγχοι πρέπει να διενεργούνται µε σεβασµό στην ανθρώπινη αξία, όπως επιβάλλεται από τη θεµελιώδη αρχή της έννοµης τάξης µας (άρθρο 2 παρ.1 Συντάγµατος) και από τον Κώδικα δεοντολογίας του αστυνοµικού (Π.∆. 254/2004). Περιστατικά που έχουν επισηµανθεί από το Συνήγορο του Πολίτη, καθώς και αυτά που έρχονται κατά καιρούς στη δηµοσιότητα από άλλους φορείς και τα Μ.Μ.Ε. και αφορούν αντικανονικούς ελέγχους και προσαγωγές, εκθέτουν δηµόσια την Ελληνική Αστυνοµία και πρέπει να εκλείψουν.
6. Κατ’ αρχήν, ως προς τη διενέργεια σωµατικών ερευνών, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ‘‘σοβαρή υπόνοια τελέσεως αξιόποινης πράξης ή απόλυτη ανάγκη’’ (άρθρο 96 παρ.3 Π.∆. 141/1991). Η συνδροµή των προϋποθέσεων αυτών πρέπει να βασίζεται σε ειδικά αντικειµενικά ή υποκειµενικά στοιχεία, τα οποία να είναι επαρκή και πρόσφορα να
δικαιολογήσουν κατά νόµο τη σωµατική έρευνα. Η έννοια των ‘‘υπονοιών’’ ή της ‘‘απόλυτης ανάγκης’’ είναι ωστόσο, αναπόσπαστα συνδεδεµένη µε το πρόσωπο εκείνου στον οποίο παρέχεται από το νόµο το δικαίωµα να τις αξιολογεί, δηλαδή του επιληφθέντα αστυνοµικού. Όπως είναι γνωστό, σε κανένα νοµοθετικό κείµενο δεν περιλαµβάνεται ορισµός της έννοιας του υπόπτου ή των υπονοιών. Γίνεται όµως δεκτό ότι υπόνοια είναι η πιθανολογική κρίση κάποιου (αρµοδίου) προσώπου, ο επαγωγικός του συµπερασµός, περί τέλεσης εγκλήµατος, στην οποία κρίση ή συµπερασµό καταλήγει µε τη δεδοµένη ψυχολογική του συγκρότηση αξιολογώντας τις κατ’ αυτό υφιστάµενες ενδείξεις (βλ. Ν. Λίβου. Η δικονοµική θέση των καθ΄ ών υφίστανται υπόνοιες περί τελέσεως εγκλήµατος. Ποιν. Χρ. ΜΕ, σελ. 1103 επόµ.). Η αβεβαιότητα αυτή σχετικά µε το περιεχόµενο των παραπάνω εννοιών, καταλήγει µοιραία σε αβεβαιότητα περί τη νοµική τους φύση, δηλαδή περί τα δικαιώµατα του υπόπτου προσώπου. Απλή υποστήριξη από τον ελεγχόµενο πολίτη της άποψης ότι για τη σωµατική του έρευνα απαιτείται παρουσία εισαγγελέα – ανεξάρτητα από το γεγονός του εσφαλµένου της άποψης- δεν συνιστά ασφαλώς πράξη επίµεµπτη ή ύποπτη, όταν ο ελεγχόµενος αρκείται σε αυτό και δεν παρεµποδίζει ή δεν ασκεί βία κατά τον έλεγχο. Εποµένως, µόνο το στοιχείο αυτό δεν αρκεί για τη θεµελίωση ‘‘σοβαρής υπόνοιας’’ ικανής να νοµιµοποιήσει το επαχθές µέτρο της σωµατικής έρευνας.
7. Περαιτέρω, σύµφωνα µε το άρθρο 5 παρ. 3 του Συντάγµατος, κανένας δεν καταδιώκεται ούτε συλλαµβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά µόνο όταν και όπως ορίζει ο νόµος. Όπως µάλιστα, γίνεται δεκτό, σύλληψη είναι η υποβολή προσώπου στην φυσική εξουσία κρατικών οργάνων µε σκοπό ή αποτέλεσµα την (προσωρινή έστω) στέρηση της ελευθερίας του. ∆εν αποτελεί αντιθέτως, σύλληψη (και άρα ούτε περιορισµό της προσωπικής ελευθερίας), αλλά περιορισµό της ελευθερίας κινήσεως, το σταµάτηµα ύποπτου πεζού ή οχήµατος από
αστυνοµικό όργανο για τον έλεγχο της ταυτότητας ή τον έλεγχο της άδειας κυκλοφορίας του οχήµατος, έστω και αν οι έλεγχοι αυτοί συνεπάγονται ενδεχοµένως µετάβαση στο αστυνοµικό τµήµα, από όπου ο ελεγχόµενος αφήνεται ελεύθερος µόλις περατωθεί, εντός εύλογου χρόνου, ο έλεγχος (βλ. Π. ∆αγτόγλου. Ατοµικά ∆ικαιώµατα. 1999, σελ. 230 επόµ.).
8. Η προσαγωγή του υπόπτου στο αστυνοµικό κατάστηµα συνιστά εξ’ ορισµού, ένα επαχθές καταναγκαστικό µέτρο που αναφέρεται στην ελευθερία κίνησης του πολίτη, δοθέντος ότι στην περίπτωση αυτή το άτοµο τίθεται υπό
τη φυσική εξουσίαση του αστυνοµικού, πολλές φορές µάλιστα µε δέσµευση. 4 Ενόψει του χαρακτήρα του µέτρου αυτού, επιβάλλεται όπως η όλη διαδικασία των προσαγωγών συνδυάζεται µε προσήλωση στο σεβασµό της αξίας του ανθρώπου και στα ατοµικά δικαιώµατα του πολίτη, δικαιώµατα που αποτελούν κατάκτηση του νοµικού πολιτισµού µας, καθόσον ακόµη και η πρόληψη και δίωξη του εγκλήµατος δεν επιτρέπεται να γίνεται έναντι οποιουδήποτε τιµήµατος.
9. Ειδικότερα, οι ως άνω διατάξεις του Π.∆.141/1991 πρέπει να ερµηνεύονται και να εφαρµόζονται, κατά την ορθή τους έννοια, υπό το πρίσµα της προαναφερόµενης συνταγµατικής επιταγής. Η επίδειξη δελτίου ταυτότητας πρέπει, κατ’ αρχή, ν’ απαλλάσσει τον ελεγχθέντα από το ενδεχόµενο προσαγωγής για πρόσθετη εξακρίβωση στοιχείων. Ωστόσο, η προσαγωγή πολίτη που κατέχει αποδεικτικό στοιχείο της ταυτότητάς του επιτρέπεται στην περίπτωση που η συµπεριφορά του (και όχι απλώς ο τόπος, ο χρόνος ή οι περιστάσεις) κινεί υπόνοιες διάπραξης εγκλήµατος, όπως
προβλέπεται στο άρθρο 74 παρ. 15 περ. θ΄ του Π.∆. 141/1991. Προσαγωγή προσώπων προς εξακρίβωση της (ανεπισήµως λεγοµένης) ‘‘δικαστικής ταυτότητας’’(δηλαδή του αν τυχόν φυγοδικούν), πέραν του ήδη επιδειχθέντος
δελτίου αστυνοµικής ταυτότητας, αδιακρίτως και χωρίς αιτιώδη σύνδεση προς εγκληµατική ενέργεια, δεν είναι σύννοµες, καθόσον αντιβαίνουν κατ’ αρχή, στον ανωτέρω συνταγµατικό κανόνα. Συναφώς, επισηµαίνεται ότι ενδεχόµενος υψηλός βαθµός εγκληµατικότητας σε συγκεκριµένο δηµόσιο χώρο επιτρέπει, προφανώς, την πύκνωση της αστυνόµευσης αυτού και την επέµβαση εφόσον αναφύεται η παραµικρή εξατοµικευµένη ένδειξη, όχι όµως και την αντιµετώπιση όλων των παρατυχόντων πολιτών ως εκ προοιµίου υπόπτων, αφού οι πολίτες δεν υποχρεούνται να συνδέουν προς ορισµένο ‘‘νόµιµο’’ σκοπό τη φυσική τους παρουσία σε δηµόσιο χώρο (βλ. Ζωή Παπαϊωάννου. Περιεχόµενο και όρια της αστυνοµικής εξουσίας. 2004, σελ. 354 επ.).
10. Περαιτέρω, η δέσµευση των προσαγοµένων µε χειροπέδες πρέπει να γίνεται µόνο όταν η προηγούµενη διαγωγή ή συµπεριφορά του ατόµου δηµιουργεί υπόνοια φυγής (άρ. 119 περ. δ΄ Π.∆. 141/1991). Υπενθυµίζεται ότι
την αστυνοµική δράση (και τη διοικητική δράση γενικότερα) διέπουν οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας (βλ. Α. Τάχου. Το ∆ίκαιο της ∆ηµόσιας Τάξης. 1990, σελ. 54 επ.). Ειδικότερα, το µέτρο της δέσµευσης πρέπει να εφαρµόζεται µόνον εφόσον κρίνεται πράγµατι αναγκαίο και η πιθανότητα της απόδρασης δεν αντιµετωπίζεται µε άλλο ηπιότερο µέσο (π.χ. αυξηµένη επιτήρηση). Απλή ‘‘αρνητική’’ συµπεριφορά των ελεγχοµένων, η
οποία άλλωστε εξηγείται από στοιχειώδες ένστικτο αυτοσυντήρησης, δεν συνιστά άνευ ετέρου λόγο δέσµευσης. Ο αστυνοµικός έχει, από την ιδιότητά του και την ειδική κυριαρχική σχέση που τελεί, έννοµη υποχρέωση άψογης
συµπεριφοράς.
11. Επίσης, η προσαγωγή πολιτών για προανακριτική εξέταση, είτε αφορά κατηγορούµενο είτε µάρτυρα για συγκεκριµένο ποινικό αδίκηµα, πρέπει ασφαλώς να χωρεί σύµφωνα µε όσα ορίζονται στον Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας, όπως άλλωστε προβλέπει ρητά και η προαναφερόµενη διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 Π.∆. 141/1991. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 251 Κ.Π.∆. προβλέπεται η αρµοδιότητα των αστυνοµικών ανακριτικών υπαλλήλων να συγκεντρώνουν χωρίς χρονοτριβές πληροφορίες για το έγκληµα και τους υπαιτίους, να εξετάζουν µάρτυρες και κατηγορούµενους και γενικά να ενεργούν οτιδήποτε είναι αναγκαίο για τη συλλογή και διατήρηση
των αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήµατος, µετά από σχετική παραγγελία του εισαγγελέα ή αυτεπαγγέλτως στις περιπτώσεις αυτοφώρου κακουργήµατος ή πληµµελήµατος ή στις περιπτώσεις
που από την καθυστέρηση απειλείται άµεσος κίνδυνος, κατά την κρίση πάντοτε του ενεργούντος ανακριτικού υπαλλήλου (άρθρο 243 παρ. 2 Κ.Π.∆.).
Ως τέτοιος ‘‘κίνδυνος’’ θεωρείται και ο κίνδυνος να µαταιωθεί ή δυσχερανθεί η βεβαίωση του εγκλήµατος, η ανακάλυψη του δράστη ή και η διενέργεια συγκεκριµένης προανακριτικής πράξης (βλ. Α. Κονταξή Κώδικας Ποινικής
∆ικονοµίας. 1994, σελ. 1223 επόµ.). Στις ανωτέρω περιπτώσεις, όπου οι ανακριτικοί υπάλληλοι ενεργούν κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, καλούν τους µάρτυρες µε τη διαδικασία των άρθρων 213 και 229 Κ.Π.∆., ενώ τον κατηγορούµενο µε εκείνη των άρθρων 270 επόµ. Κ.Π.∆. ∆ηλαδή, η κλήση είναι έγγραφη (κλήση µάρτυρα µπορεί να γίνει και προφορικά σε κατεπείγουσες περιπτώσεις κατά το άρθρο 213 παρ. 2 Κ.Π.∆.) και σε περίπτωση µη εµφάνισης για την προσαγωγή απαιτείται η έκδοση εντάλµατος βίαιης προσαγωγής. Αντιθέτως, στις περιπτώσεις του αυτοφώρου εγκλήµατος ή κινδύνου από την καθυστέρηση (άρθρο 243 παρ. 2 Κ.Π.∆.), ενόψει του επείγοντος των περιστάσεων, η προσαγωγή προς εξέταση των ως άνω προσώπων απαλλάσσεται εξαιρετικά των προαναφερόµενων διατυπώσεων (έγγραφη κλήση-έκδοση εντάλµατος).
12. Σ’ ότι αφορά το χρόνο που είναι αναγκαίος για την ολοκλήρωση της διαδικασίας της προσαγωγής, επιβάλλεται, µε κάθε προσπάθεια, να περιορίζεται στον απολύτως αναγκαίο προς τούτο. Επισηµαίνεται ότι κάθε υπέρβαση του ως άνω χρόνου θα µπορούσε να προσλάβει ακόµη και διαστάσεις ποινικού αδικήµατος (κατακράτηση παρά το Σύνταγµα κ.λ.π.). Ο σεβασµός της προσωπικότητας του πολίτη επιβάλλει όπως αυτός ενηµερώνεται – έστω κατά προσέγγιση – για τον αναµενόµενο χρόνο ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξακρίβωσης. Το Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνοµίας προωθεί την οριστική λύση στο πρόβληµα µε την ηλεκτρονική διασύνδεση των αστυνοµικών τµηµάτων µε κεντρική βάση δεδοµένων όπου θα τηρούνται στοιχεία όλων των πολιτών που διώκονται νόµιµα. Η εν λόγω ηλεκτρονική εφαρµογή (Police on line) βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και αναµένεται η ολοκλήρωσή της.
13. Η Αστυνοµία ενεργεί πάντα για τη διασφάλιση της δηµόσιας τάξης µε σταθερή όµως προσήλωση στο σεβασµό της ανθρώπινης αξίας και των θεµελιωδών δικαιωµάτων των πολιτών, όπως αυτά κατοχυρώνονται στο διεθνές δίκαιο και την εσωτερική έννοµη τάξη. Συναφώς, το Συµβούλιο της Επικρατείας που επεξεργάσθηκε τις προαναφερόµενες διατάξεις του Π.∆.141/1991, στα σχετικά πρακτικά συνεδριάσεως τονίζει ότι ‘‘οι ενέργειες των αστυνοµικών που εντάσσονται είτε στη γενική είτε στη δικαστική αστυνόµευση, κείνται εντός των ορίων του Συντάγµατος και των Νόµων, περιέχουν δε ακριβή και λεπτοµερειακή ρύθµιση, ενόψει και των δεδοµένων της νοµολογίας. Κατά συνέπεια, οι περιορισµοί που εισάγουν στα αντίστοιχα ατοµικά δικαιώµατα, πρέπει να θεωρηθούν ως κατ’ αρχήν ανεκτοί κατά το Σύνταγµα. Πρόκειται δε πάντοτε περί διατάξεων που έχουν λάβει πάγια διατύπωση και έχουν τύχει µακροχρόνιας εφαρµογής’’.
14. Ύστερα από τα ανωτέρω και στο πλαίσιο υλοποίησης της στρατηγικής µας, για σύγχρονη και αποτελεσµατική Αστυνοµία µε κοινωνικές ευαισθησίες κοντά στον πολίτη, ορίζουµε ότι:
α. Οι αστυνοµικοί δεν επιτρέπεται να συνδέουν την έννοια του υπόπτου διάπραξης εγκληµατικής ενέργειας µε τυχόν προκαταλήψεις τους για το χρώµα, το φύλο, την εθνική καταγωγή, την ιδεολογία και τη θρησκεία, το σεξουαλικό προσανατολισµό, την ηλικία, την αναπηρία, την οικογενειακή κατάσταση, την οικονοµική και κοινωνική θέση ή άλλο διακριτικό στοιχείο του πολίτη, αλλά αποκλειστικά µε εξατοµικευµένες ενδείξεις που προκύπτουν από τη συµπεριφορά του.
β. ∆εν επιτρέπεται να προσάγονται σε αστυνοµικές υπηρεσίες άτοµα, δεσµευόµενα µάλιστα µε χειροπέδες, παρότι κατέχουν και επιδεικνύουν στους αστυνοµικούς δελτίο ταυτότητας, όταν η προηγούµενη συµπεριφορά τους δεν δηµιουργεί υπόνοιες ή δεν συνδέεται αιτιωδώς µε διάπραξη εγκληµατικής ενέργειας.
γ. Πολίτες που προσάγονται στο αστυνοµικό κατάστηµα για την εξακρίβωση της ταυτότητάς τους και τη συλλογή στοιχείων προς διερεύνηση τυχόν τελεσθέντος ή αποτροπή προπαρασκευαζοµένου εγκλήµατος πρέπει να παραµένουν σε αυτό µόνον κατά τον απολύτως αναγκαίο προς τούτο χρόνο.
δ. Οι αστυνοµικοί πρέπει να τηρούν, τόσο κατά τον επί τόπου έλεγχο όσο και εντός των αστυνοµικών Υπηρεσιών, στον απόλυτο βαθµό, τους κανόνες του Κώδικα αστυνοµικής δεοντολογίας.
ε. Οι προσαγωγές πολιτών στο αστυνοµικό κατάστηµα, προκειµένου εξεταστούν προανακριτικά, πρέπει να γίνονται κατ’ εφαρµογή όσων προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας.
στ. Οι απαντήσεις που δίδονται προς τους πολίτες ή προς το Συνήγορο του Πολίτη, όταν ζητούνται διευκρινίσεις για ενέργειες κατά τους αστυνοµικούς ελέγχους και τις προσαγωγές, πρέπει να είναι αιτιολογηµένες και ύστερα από διερεύνηση της συνδροµής όλων των προϋποθέσεων που προβλέπουν οι κείµενες διατάξεις. ∆εν επιτρέπεται η παράκαµψη της αιτιολογίας µε απλή αναφορά του τύπου ‘‘Όλες οι υπηρεσιακές ενέργειες υπήρξαν σύννοµες’’ ή ‘‘µέσα στο πλαίσιο των ισχυουσών διατάξεων’’. Η εξέταση του καταγγέλοντα, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ.3 του Π.∆. 22/1996, είναι απαραίτητη, προκειµένου µην εγείρονται υπόνοιες πρόθεσης συγκάλυψης τυχόν παρανοµιών από τους αστυνοµικούς.
15. Οι διευθυντές, διοικητές και προϊστάµενοι όλων των Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνοµίας παρακαλούνται όπως προβούν σε λεπτοµερή ανάπτυξη της παρούσας κατά τις πραγµατοποιούµενες συγκεντρώσεις του προσωπικού τους και ασκούν συνεχή και ουσιαστική καθοδήγηση και έλεγχο για το αντικείµενο του θέµατος. Επιπλέον, οι Γενικοί Επιθεωρητές, οι Γενικοί Αστυνοµικοί ∆ιευθυντές και οι ∆ιευθυντές των Υπηρεσιών επιπέδου ∆ιεύθυνσης, στο πλαίσιο των αρµοδιοτήτων τους, εκδηλώνουν το συνεχές ενδιαφέρον τους και ασκούν εποπτεία και έλεγχο για την πιστή εφαρµογή της σχετικής νοµοθεσίας και της παρούσας εγκυκλίου διαταγής µας.
Ο ΑΡΧΗΓΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΓΓΕΛΑΚΟΣ
ΑΝΤΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Για την αντιγραφή
Αθήνα, αυθηµερόν
Το 2οΤµήµα Επιτελικού Σχεδιασµού
∆ιεύθυνσης Οργάνωσης-Νοµοθεσίας /Α.Ε.Α.
Γεώργιος ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ
Αστυν. Υποδ/ντής